“Καμπανάκι” χτύπησε ο ΕΦΕΤ για παρτίδα συσκευασμένα μουστοκούλουρα, που περιέχει μεγαλύτερη από τα επιτρεπόμενα όρια της ουσίας κουμαρίνης με αποτέλεσμα να ανακληθεί.
Στην ανακοίνωσή του ο ΕΦΕΤ, αναφέρει μεταξύ άλλων ότι οι καταναλωτές που έχουν το συγκεκριμένο μουστοκούλουρο – κυρίως με ημερομηνία ανάλωσης πριν τις 28/11/2025 – δεν θα πρέπει να το καταναλώσουν.
Αναλυτικά η ανακοίνωση του ΕΦΕΤ
Ο Ε.Φ.Ε.Τ. και ειδικότερα η Περιφερειακή Διεύθυνση Πελοποννήσου, στο πλαίσιο του Προγράμματος “Επίσημος Έλεγχος για την Παρακολούθηση των Επιπέδων Προσθέτων Τροφίμων και Αρωματικών Ουσιών σε Τρόφιμα”, προέβη σε δειγματοληψία τροφίμου με τα στοιχεία: “ΜΟΥΣΤΟΚΟΥΛΟΥΡΟ” με ημερομηνία ανάλωσης κατά προτίμηση πριν από τις 28/11/25, συσκευασίας καθαρού βάρους περίπου 500g, το οποίο παράγεται και συσκευάζεται στην Ελλάδα από την ΡΕΝΤΑΣ BAKERY που εδρεύει στo Άργος.
Το προϊόν εξετάστηκε από το Α’ Τμήμα, της Α’ Χημικής Υπηρεσίας Αθηνών, του Γενικού Χημείου του Κράτους της Α.Α.Δ.Ε. και χαρακτηρίστηκε ΜΗ ΑΣΦΑΛΕΣ, καθώς διαπιστώθηκε να περιέχει την ουσία «κουμαρίνη» σε συγκέντρωση που υπερβαίνει το ανώτατο νομοθετικό επιτρεπτό όριο για τη συγκεκριμένη κατηγορία τροφίμου.
Πριν από λίγα 24ωρα η Περιφερειακή Διεύθυνση Πελοποννήσου, είχε εντοπίσει επίσης άνω του ορίου κουμαρίνη σε τρόφιμο με τα στοιχεία: «ΣΤΑΦΙΔΟΚΕΪΚ – THE COOKIE MASTERS» με ημερομηνία ανάλωσης κατά προτίμηση πριν από τις 30/11/25, συσκευασίας καθαρού βάρους περίπου 500g, το οποίο παράγεται και συσκευάζεται στην Ελλάδα από την Δ. ΓΟΥΡΓΟΥΛΗΣ Μον. Ε.Π.Ε. που εδρεύει στη Ζαχάρω Ηλείας.
Ο Ε.Φ.Ε.Τ. απαίτησε την άμεση ανάκληση του συνόλου της συγκεκριμένης παρτίδας του εν λόγω προϊόντος και ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη οι σχετικοί έλεγχοι.
Η κουμαρίνη είναι μια αρωματική χημική ένωση που βρίσκεται σε διάφορα φυτά, όπως η κανέλα (ειδικά η κασία), και χρησιμοποιείται σε αρώματα, καλλυντικά και φαρμακευτικές εφαρμογές. Έχει γλυκιά μυρωδιά που θυμίζει βανίλια. Ωστόσο, σε υψηλές δόσεις είναι τοξική για τον άνθρωπο, ιδιαίτερα για το ήπαρ και τους νεφρούς, γι’ αυτό και η νομοθεσία στην ΕΕ θέτει αυστηρά όρια στην περιεκτικότητά της σε τρόφιμα. Η φυσική περιεκτικότητα σε τρόφιμα υπόκειται σε αυστηρά ανώτατα όρια, ανάλογα με την κατηγορία του προϊόντος (π.χ. αρτοσκευάσματα, δημητριακά, επιδόρπια).