Τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat έρχονται να φωτίσουν με τον πιο ωμό τρόπο την πραγματική εικόνα της δημόσιας Υγείας στην Ελλάδα. Παρά τις επαναλαμβανόμενες διαβεβαιώσεις κυβερνητικών στελεχών ότι η χώρα «δαπανά αρκετά», η Ελλάδα βρίσκεται μόλις στην 20ή θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως προς τις κατά κεφαλήν δαπάνες για Υγεία.
Η χώρα διαθέτει λίγο πάνω από 1.800 ευρώ ανά κάτοικο ετησίως, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 3.800 ευρώ. Δηλαδή λιγότερα από τα μισά.
Ακόμη πιο χαρακτηριστικό είναι ότι, την ώρα που πολλά κράτη-μέλη έχουν προχωρήσει σε ραγδαίες ενισχύσεις των συστημάτων Υγείας τους μετά την πανδημία, η Ελλάδα έχει αυξήσει τις δαπάνες της κατά μόλις 15% από το 2021. Ένας ρυθμός που, με βάση τα ευρωπαϊκά δεδομένα, θεωρείται οριακός.
Ως προς το ποσοστό του ΑΕΠ, η χώρα βρίσκεται στη 15η θέση με δαπάνες Υγείας στο 8,5% του ΑΕΠ. Οι δαπάνες του ευρωπαϊκού μέσου όρου αγγίζουν το 10% του ΑΕΠ, ενώ σε απόλυτους αριθμούς φτάνουν τα 1,72 τρισ. ευρώ.
Η σχετική «βελτίωση» της ελληνικής κατάταξης εξηγείται από το γεγονός ότι το ελληνικό ΑΕΠ παραμένει αισθητά μικρότερο από τις οικονομίες της Δυτικής Ευρώπης. Συνεπώς, το ποσοστό δεν αποτυπώνει την πραγματική διαθεσιμότητα πόρων αλλά περισσότερο τη χαμηλή βάση σύγκρισης.
Γερμανία: 492 δισ. ευρώ δαπάνες το 2023 – 11,7% του ΑΕΠ
Γαλλία: 325 δισ. ευρώ – 11,5% του ΑΕΠ
Αυστρία και Σουηδία: 11,2% του ΑΕΠ
Ιταλία: 179 δισ. ευρώ
Ισπανία: 138 δισ. ευρώ
Στον αντίποδα, χώρες όπως η Ρουμανία ή το Λουξεμβούργο δίνουν λιγότερα από 7% του ΑΕΠ, αλλά έχουν εντελώς διαφορετικές δομές και ιδιαιτερότητες, που δεν καθιστούν τις συγκρίσεις ευθέως ανάλογες.
Τα στοιχεία της Eurostat αποκαλύπτουν ότι η πραγματική εικόνα του ΕΣΥ δεν συμβαδίζει με τις κυβερνητικές διακηρύξεις περί “ισχυρής χρηματοδότησης”.
Οι κατά κεφαλήν δαπάνες παραμένουν εξαιρετικά χαμηλές, οι επενδύσεις στο ανθρώπινο δυναμικό συνεχίζουν να υστερούν και η απόσταση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο όχι μόνο δεν μειώνεται, αλλά διευρύνεται.
Σε μία περίοδο που οι ευρωπαϊκές χώρες ενισχύουν τα συστήματα Υγείας τους μετά από διαδοχικές κρίσεις, η Ελλάδα εξακολουθεί να κινείται στα χαμηλότερα επίπεδα της ΕΕ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα νοσοκομεία, την πρωτοβάθμια περίθαλψη και τις αυξανόμενες ανισότητες πρόσβασης.


