Μπορεί στις μέρες μας η λιτότητα να ορίζεται σε σχέση με τα Μνημόνια και την κατάσταση χρεοκοπίας του 2010, όμως η πραγματικότητα είναι πολύ πιο επώδυνη. Η λιτότητα στην Ελλάδα άρχισε πριν από 30 χρόνια. Συγκεκριμένα, το 1985, όταν το υπ. Οικονομικών επί κυβερνήσεων Ανδρ. Παπανδρέου ανέλαβε ο κ. Σημίτης. Η πρώτη αυτή φάση ολοκληρώθηκε το 1987 με την περίφημη φράση από το μπαλκόνι του Ανδρέα «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα». Ομως η λιτότητα συνεχίστηκε. Οι κυβερνήσεις Μητσοτάκη θεωρητικά τουλάχιστον σε αυτήν ήταν αφιερωμένες και μετά η επταετία Σημίτη, όπου η λιτότητα είχε συνδυαστεί σε επίπεδο πολιτικής επικοινωνίας με τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Στη συνέχεια τα χρόνια των κυβερνήσεων Κ. Καραμανλή, όπου με αρχιτέκτονα τον περίφημο υπουργό Οικονομικών κ. Αλογοσκούφη η λιτότητα ονομάστηκε «ήπια προσαρμογή» και θεωρητικά τουλάχιστον για ευρείες κατηγορίες του πληθυσμού συνεχίστηκε μέχρι την εκλογή πλέον του Γ. Παπανδρέου. Η συνέχεια δεν ήταν απλώς λιτότητα αλλά ενσυνείδητη φτωχοποίηση των Ελλήνων σε συνδυασμό με μείωση εισοδημάτων, υψηλών -εκτός ελέγχου- φόρων και απώλειας στις ιδιωτικές και στη δημόσια περιουσία. Μάλιστα, η χώρα πλέον σε καθεστώς επιτροπείας από τη γερμανική ευρωπαϊκή ηγεμονία και το ΔΝΤ βρέθηκε σε διαδικασία λιτότητας διαρκείας όχι για να ανασυγκροτηθεί αλλά για να αποπληρώνει με ασφάλεια τις δόσεις των δανείων της προς τους πιστωτές της. Αποκορύφωμα όλης αυτής της πορείας λιτότητας (1985-2015) ήταν μια χώρα με ανεργία 25% και στους νέους πάνω από 50%, απώλεια εισοδημάτων μέσα σε πέντε χρόνια της τάξης επίσης του 25%, με εσωτερική αγορά σε «παγίδα ρευστότητας», αν και οι τράπεζές της θεωρούνται πλήρως ανακεφαλαιοποιημένες με διαδοχικά stress tests και με αποπληθωρισμό 2,6%, προκειμένου να υπάρχουν τα πλεονάσματα που θέλουν οι δανειστές, μόνον και μόνον για να είναι βέβαιοι ότι τις δόσεις τους δεν απειλεί κάποια «μαύρη τρύπα» του Κρατικού Προϋπολογισμού.
Με την έννοια αυτή, η Ελλάδα έχει μια από τις πλέον μεγαλοπρεπείς χρεοκοπίες της Ιστορίας της, ανάλογη με εκείνη του 19ου αιώνα επί πρωθυπουργίας Χ. Τρικούπη, ούσα ευρισκόμενη στην πλέον αυστηρή νομισματική και οικονομική ζώνη του κόσμου τα τελευταία 15 χρόνια, με πολύχρονη αυξημένη επιτήρηση από την ευρωπαϊκή τεχνοκρατία εδώ και δέκα χρόνια. Τι φταίει; Ουσιαστικά η Ελλάδα με διαφορετικές κυβερνήσεις και σε διαφορετικές εποχές επιχείρησε την ανασυγκρότηση και τον εκσυγχρονισμό της με διαδοχικές τεχνικές περιορισμού των δημοσίων δαπανών. Χωρίς στρατηγικό σχέδιο εθνικού και διαχρονικού χαρακτήρα, για τη διάρθρωση της οικονομίας της, την οργάνωση της παραγωγικής βάσης της, το τέλος της υπαλληλοποίησης, που συνόδεψε την αντιπαροχή και τη συγκέντρωση του πληθυσμού σε μερικές μεγάλες πόλεις. Χωρίς να υπάρχει καμιά διάθεση από τις κυβερνήσεις της να εγκαταλείψουν το πελατειακό κράτος και την εμμονή τους να θεωρούν το κράτος ιδιοκτησία τους, τις προσλήψεις, τις κλαδικές και τα ρουσφέτια και, το κυριότερο, χωρίς να υπάρχει διάθεση στους κυβερνώντες να συναισθανθούν τις ευθύνες τους έναντι του έθνους και του λαού, αποτασσόμενοι την ολιγαρχία της διαπλοκής και της κλεπτοκρατίας, από την οποία εξαρτώνται πλήρως, προκειμένου να βρεθούν ή να διατηρήσουν την εξουσία τους. Ολα τα παραπάνω συνέτειναν στο να υπάρξει η πραγματικότητα ενός καθεστώτος που -πέρα και πάνω από ιδεολογίες, κόμματα και πρόσωπα- κατέστρεψε, παρά τους τεράστιους οικονομικούς πόρους που είχε στη διάθεσή του, την οργάνωση και τη δόμηση ενός βιώσιμου και αναπτυσσόμενου εθνικού κράτους της Δύσης.
Από τις 25 Ιανουαρίου σε συνθήκες κοινοβουλευτισμού το καθεστώς αυτό είναι παρελθόν και άσχετα με το ποια θα είναι η επόμενη μέρα, σε κάθε περίπτωση, η παλινόρθωση της προηγούμενης θα πρέπει να εκληφθεί από τώρα ως ένα ανιστόρητο, άρα απίθανο να συμβεί, γεγονός…
Μενέλαος Τασιόπουλος


