ΤΟ (ΝΕΟ) ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΙ O ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΔΙΕΞΟΔΟΥ

Το γεγονός των τοποθετήσεων Τσίπρα σε σχέση με την εσωκομματική αντιπολίτευσή του, είτε της Αριστερής Πλατφόρμας υπό Λαφαζάνη – Στρατούλη είτε της ομάδας Κωνσταντοπούλου, για εσωκομματικές διαβουλεύσεις και διεργασίες τον Σεπτέμβριο έρχεται να συμπληρώσει την εικόνα ότι καταβάλλεται προσπάθεια οι εκλογές να μετατεθούν για το 2016. Οι τοποθετήσεις, άλλωστε, και των ηγεσιών του Ποταμιού και του ΠΑΣΟΚ, αλλά εμμέσως και της Ν.Δ., για κάτι τέτοιο προδιαθέτουν. Η επιλογή των εκλογών κρίνεται στην παρούσα φάση αντιπαραγωγική για δύο λόγους.

Οι δημοσκοπήσεις και οι πραγματικές πολιτικές συνθήκες δεν δείχνουν ότι θα αλλάξει κάτι δραματικά στο επίπεδο της διακυβέρνησης. Ακόμη και αν ο «αριστερός τομέας» του ΣΥΡΙΖΑ δημιουργήσει ένα ή δύο πολιτικούς σχηματισμούς και εμπλακεί στις εκλογές, η πρωτοκαθεδρία και η κυριαρχία του ΣΥΡΙΖΑ και του κ. Τσίπρα δεν κινδυνεύουν. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, εξάλλου, μόνο μικρές αυξομειώσεις μπορεί να έχουν στην κάλπη, άρα δεν έχουν ιδιαίτερες φιλοδοξίες. Οι εκλογές θα αποκτούσαν σημασία αν κάποιος νεοϊδρυθείς πολιτικός σχηματισμός μιας νέας Δεξιάς, πράγματι μεταρρυθμιστικής και αντισυμβατικής για τα ειωθότα της Μεταπολίτευσης και της Νέας Δημοκρατίας, επιχειρούσε να πάρει θέση στο Κοινοβούλιο και στη διακυβέρνηση της χώρας. Αλλά το απολύτως βραχύ διάστημα μέχρι τις κάλπες δεν ευνοεί τέτοιες πρωτοβουλίες.

Γενικότερα, οι εκλογές τόσο σε επίπεδο Ευρώπης και διεθνούς παράγοντα όσο και από τους τραπεζικούς και επιχειρηματικούς κύκλους της Ελλάδας δεν θεωρούνται θετική εξέλιξη, διότι προκαλούν αναταραχή, αστάθεια και επιπλέον αποσταθεροποίηση όχι μόνο με την διεξαγωγή τους, αλλά και με την προσπάθεια που θα χρειαστεί προκειμένου να σχηματιστεί νέα κυβέρνηση. Το βασικό ζητούμενο, άλλωστε, στην παρούσα φάση δεν είναι άλλο από την αντιμετώπιση του αδιεξόδου βιωσιμότητας στο οποίο βρίσκεται η Ελλάδα.
Ηδη έχει γίνει φανερό από τα πρώτα νομοσχέδια μέτρων που ψηφίζονται στο Κοινοβούλιο επί εθνικού επιπέδου, και όχι στη βάση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας ή μειοψηφίας, ότι το πρόγραμμα που επιβάλλει η Ευρώπη με το διευθυντήριό της δεν είναι ούτε παραγωγικό ούτε αναπτυξιακό ούτε ρεαλιστικό ως προς τους στόχους και τις προβλέψεις του, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει και ο Αμερικανός νομπελίστας οικονομολόγος κ. Στίγκλιτς, που παρακολουθεί στενά και με συνέπεια την «ελληνική τραγωδία» των τελευταίων ετών.

Αντίθετα, είναι ένα πρόγραμμα που αυξάνει επιπλέον το κόστος ζωής, με μια τραγική επιβάρυνση των έμμεσων φόρων, καταστρέφει την όποια εναπομείνουσα επιχειρηματικότητα με το ασφυκτικό περιβάλλον φορολογίας, απαράδεκτων προκαταβολών αλλά και τη νομοθετική αστάθεια που κυριαρχεί, ενώ ταυτόχρονα αποδιοργανώνει εκ νέου το τραπεζικό σύστημα και καταβαραθρώνει τα εισοδήματα μισθωτών, ελεύθερων επαγγελματιών και επιχειρηματιών, που το κύριο βάρος της δραστηριότητάς τους δεν είναι εξαγωγικό. Παράλληλα, αποτελεί σταθερή εκτίμηση των διεθνών οικονομικών κύκλων ότι αυξάνει εκ νέου το χρέος, που προβλέπεται στη διετία να φθάσει το 200% του ΑΕΠ.

Ταυτόχρονα απειλούνται για ακόμη μια φορά η δημόσια και η ιδιωτική ιδιοκτησία στην Ελλάδα. Από τη μία πλευρά, με τα 50 δισ. ευρώ που θα πρέπει να εξασφαλισθούν μέσω ΤΑΙΠΕΔ και από την άλλη πλευρά, με τη συγκέντρωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων επιχειρήσεων και νοικοκυριών από την ΕΚΤ, που σημαίνει ευρωπαϊκή κεντρική «bad bank» και όχι εγχώρια, που θα επέτρεπε κάποιες αναβολές. Το νέο πρόγραμμα τριετίας παγιδεύει ποικιλοτρόπως την ελληνική εθνική δυνατότητα, με τη φορολογία στους εφοπλιστές, για παράδειγμα, που θα στερήσει τη χώρα και από αυτό το «όπλο» της και στην ουσία τη μετατρέπει από χώρα υπαλληλίας σε χώρα δουλοπαροικίας.
Το πρόγραμμα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί απαράδεκτο και να επιστραφεί στους εμπνευστές του. Αλλά ο ορισμός του αδιεξόδου για την Ελλάδα είναι ότι η περίπτωση εξόδου από το ευρώ, έστω και με τη συνταγή Σόιμπλε, μπορεί να αποδειχθεί ακόμη πιο μεγάλη τραγωδία από την παραμονή της σε αυτό.

Mενέλαος Τασιόπουλος

{{-PCOUNT-}}8{{-PCOUNT-}}

Κορυφαίες Ειδήσεις