Ο Λυκούργος έλαβε δραστικά μέτρα, ώστε να δίνονται τα πρωτεία μόνο στην αρετή και όχι στην περιουσία των πολιτών
Ενα πολύ τολμηρό μέτρο του Λυκούργου ήταν η διανομή της γης. Ο πλούτος είχε συγκεντρωθεί σε ελάχιστους, ενώ ήταν πολλοί οι ακτήμονες και οι φτωχοί που περιφέρονταν στην πόλη. Ο Λυκούργος έπεισε τους πολίτες να βάλουν κάτω όλη τη γη, να τη μοιράσουν από την αρχή και να ζουν όλοι με περιουσίες ίσης αξίας, ώστε να δίνουν τα πρωτεία μόνο στην αρετή. Οταν όμως επιχείρησε να κάνει διανομή και της κινητής περιουσίας για να εξαφανιστεί κάθε ανισότητα, είδε ότι αυτό έγινε δεκτό με δυσαρέσκεια.
- Γράφει ο Χρήστος Η. Χαλαζιάς
Εκανε λοιπόν κάτι άλλο: Ακύρωσε κάθε χρυσό και ασημένιο νόμισμα και πρόσταξε να μεταχειρίζονται μόνο τα σιδερένια. Αλλά και σε αυτά έδωσε μικρή αξία και πολύ βάρος και όγκο, έτσι ώστε μια αμοιβή δέκα μνων να χρειάζεται μεγάλη αποθήκη και δύο άλογα για να τη μεταφέρουν. Οταν νομοθετήθηκε αυτό, έλειψαν πολλά αδικήματα από τη Λακεδαιμονία, γιατί κανείς δεν ήθελε να κλέψει ή να δεχτεί ως δωροδοκία κάτι που δεν ήταν δυνατόν να κρύψει, ούτε ωφέλιμο να το κόψει σε τεμάχια. Αλλά και οι άλλοι Ελληνες δεν δέχονταν το σιδερένιο νόμισμα και το κορόιδευαν. Ετσι οι Λακεδαιμόνιοι δεν μπορούσαν να αγοράσουν τίποτα από ξένους και δεν έρχονταν πια στα λιμάνια τους ούτε σοφιστές, ούτε αγύρτες, ούτε προαγωγοί. Η πολυτελής ζωή άρχισε να μαραίνεται.
Το τρίτο πολιτικό μέτρο του Λυκούργου για να καταπολεμήσει τον τρυφηλό βίο και να αφαιρέσει την επιθυμία του πλούτου ήταν η σύσταση των συσσιτίων. Κι αυτό ήταν σπουδαίο, γιατί, όπως λέει ο Θεόφραστος, «κατόρθωσε να μην είναι ο πλούτος ζηλευτός, αφού ο πλούσιος καθόταν στο ίδιο δείπνο με τον φτωχό». Ούτε επιτρεπόταν να τρώει κανείς στο σπίτι του και να πηγαίνει χορτάτος στα συσσίτια, γιατί οι άλλοι το καταλάβαιναν και τον κατηγορούσαν ως μη εγκρατή, λέγοντας ότι απέφευγε την κοινή δίαιτα από μαλθακότητα.
Οι πλούσιοι όμως άρχισαν να οργίζονται μαζί του και θέλησαν να τον χτυπήσουν. Εκείνος έφυγε τρέχοντας από την Αγορά και κατέφυγε στον ναό. Κάποιος νέος όμως, ο Ακλανδρος, τον κυνήγησε και τον χτύπησε με το ραβδί του, την ώρα που εκείνος γύριζε να δει ποιος ήταν, και του έβγαλε το ένα μάτι. Ο Λυκούργος δεν θορυβήθηκε, αλλά στάθηκε μπροστά στους πολίτες και τους έδειξε το καταματωμένο του πρόσωπο, για να δουν πώς είχε χάσει το μάτι του. Τότε εκείνοι ντράπηκαν πολύ και του παρέδωσαν τον Ακλανδρο. Ο Λυκούργος δεν τον τιμώρησε, αλλά τον πήρε σπίτι του, έδιωξε τους δικούς του υπηρέτες και του είπε να τον υπηρετεί. Ο νέος, μένοντας μαζί του, είδε την καλοσύνη και την πραότητα του Λυκούργου και τους κόπους του, και από κακός και αυθάδης νέος έγινε χρηστός και λογικός άνδρας.
Ο Λυκούργος έχτισε σε ανάμνηση της συμφοράς του ιερό της Αθήνας. Ο Διοσκορίδης μάλιστα λέει πως ο Λυκούργος δεν τυφλώθηκε τελικά και ότι έχτισε το ιερό στη θεά για να την ευχαριστήσει για τη θεραπεία του. Επειτα από αυτήν τη συμφορά οι Σπαρτιάτες έπαψαν να κρατούν ράβδο όταν συνεδρίαζαν. Νόμους γραπτούς δεν έκανε ο Λυκούργος. Πίστευε πως η έφεση που δίνει στους νέους η εκπαίδευση έχει θέση νομοθέτη γι’ αυτούς. Μάθαιναν στα παιδιά γράμματα, επειδή ήταν αναγκαία. Η υπόλοιπη όμως αγωγή τους είχε σκοπό να τους κάνει ευπειθείς στην εξουσία, καρτερικούς στους κόπους και ικανούς να νικούν στις μάχες. Οσο μεγάλωναν τόσο αύξαναν την άσκησή τους. Τους κούρευαν και τους συνήθιζαν να περπατούν χωρίς παπούτσια.
Οταν γίνονταν δώδεκα ετών, δεν φορούσαν πια χιτώνα και έπαιρναν ένα μόνο ιμάτιο κάθε χρόνο. Είχαν τα σώματα ρυπαρά και ούτε λουτρά ήξεραν, ούτε αλοιφές, ούτε περιποιήσεις. Δίδασκαν επίσης τους νέους να λένε ουσιαστικά νοήματα με λίγες λέξεις. Ενώ ο Λυκούργος νομοθέτησε το σιδερένιο νόμισμα με το πολύ βάρος και τη μικρή αξία, το νόμισμα του λόγου το κατασκεύασε έτσι ώστε με λίγες και απλές λέξεις να περιέχει πολύ και έξοχο νόημα. Ο ίδιος ο Λυκούργος φαίνεται πως ήταν βραχύλογος και αποφθεγματικός. Κάποτε είπε σε κάποιον που ήθελε να εισαγάγει τη δημοκρατία στην πόλη: «Αρχισε πρώτα βάζοντας τη δημοκρατία στο σπίτι σου».
Αναφέρονται και απαντήσεις που έστελνε στους πολίτες με επιστολές: «Πώς μπορούμε να αποφύγουμε τις εφόδους των εχθρών;», «Αν μένετε φτωχοί και δεν ορέγεσθε να έχετε ο ένας περισσότερα από τον άλλον». Οι νέοι έτρεφαν κόμη αμέσως μετά την εφηβική ηλικία και την περιποιούνταν για να φαίνεται πυκνή και καλοχτενισμένη. Αναφέρεται μια φράση που είπε ο Λυκούργος για τα μαλλιά, πως «τους μεν ωραίους τους κάνουν ωραιότερους, τους δε άσχημους φοβερότερους».
Για τον Λυκούργο ο Ιππίας ο σοφιστής λέει πως είχε λάβει μέρος σε πολλές εκστρατείες. Αποδίδεται άλλωστε στον Λυκούργο η κατά ουλαμούς διαίρεση του ιππικού. Ωστόσο, ο Φαληρεύς ισχυρίζεται πως δεν επιχείρησε καμιά πολεμική πράξη, αλλά μόνο σε καιρό ειρήνης ρύθμιζε τα πράγματα της πολιτείας. Η ανατροφή των Σπαρτιατών έφτανε έως την ανδρική ηλικία. Κανείς δεν είχε το δικαίωμα να ζει όπως ήθελε, αλλά όλοι στην πόλη ήταν όπως σε ένα στρατόπεδο. Είχαν πειθαρχημένη ζωή και συνεχή απασχόληση με τα δημόσια πράγματα, ενώ πίστευαν πως δεν ανήκαν στους εαυτούς τους αλλά στην πατρίδα. Οταν δεν είχαν διαταγή να κάνουν τίποτε άλλο, επιτηρούσαν παιδιά και τα δίδασκαν κάτι χρήσιμο ή διδάσκονταν από τους πρεσβυτέρους. Δεν τους επέτρεπε να επιδίδονται σε καμιά βάναυση τέχνη, ούτε είχαν ανάγκη να κάνουν επίμονη εργασία για να μαζέψουν χρήματα, γιατί ο πλούτος είχε καταντήσει χωρίς αξία και κανείς δεν τον ζήλευε. Στα κτήματά τους εργάζονταν οι είλωτες.
Το εθιμικό της ταφής και του πένθους
Ο Λυκούργος ρύθμισε άριστα και όσα αφορούσαν την ταφή. Κατάργησε κάθε δεισιδαιμονία και άφησε να θάβουν τους νεκρούς μέσα στην πόλη και να έχουν τα μνήματα κοντά στους ναούς. Ετσι οι νέοι, που εξοικειώνονταν με αυτά τα θεάματα, δεν ταράζονταν από τον θάνατο, ούτε τον φοβούνταν. Δεν επιτρεπόταν να μπαίνει επιγραφή με το όνομα του νεκρού, παρά μόνο αν σκοτωνόταν στον πόλεμο ή αν επρόκειτο για γυναίκα λεχώνα. Προσδιόρισε μόνο έντεκα μέρες ως χρόνο πένθους. Τη δωδέκατη ημέρα έπρεπε να προσφέρουν θυσία στη Δήμητρα και να σταματήσουν το πένθος.
Δεν επέτρεπε τις αποδημίες από την πόλη, για να μη φέρνουν ξενικά ήθη και μιμήσεις διαφορετικών πολιτειακών θεσμών. Απομάκρυνε και εκείνους που έρχονταν στην πόλη χωρίς χρήσιμο σκοπό. Και αυτό, όπως λέει ο Θουκυδίδης, όχι γιατί φοβόταν μήπως μιμηθούν το πολίτευμά του, αλλά, αντιθέτως, από φόβο μήπως γίνουν δάσκαλοι κάποιου κακού, αφού μαζί με τους ξένους ανθρώπους ήταν επόμενο να έρχονται και ξένες ιδέες.