Οι γερμανικές τράπεζες χωρίς καμία εξήγηση παγώνουν λογαριασμούς του ριζοσπαστικού κόμματος της Δεξιάς
Η δημοκρατία, σύμφωνα με τον ευρωπαϊκό καθωσπρεπισμό, υπαγορεύει οι γερμανικές τράπεζες να «παγώνουν» ή να κλείνουν λογαριασμούς του ριζοσπαστικού κόμματος της δεξιάς AfD, στο πλαίσιο μιας ενισχυμένης καταστολής της διαφωνίας.
- Παρίσι, Μαρία Δεναξά
Επικαλούμενες το «τραπεζικό απόρρητο», πολλές γερμανικές τράπεζες κλείνουν χωρίς καμία εξήγηση λογαριασμούς που συνδέονται με το λαϊκό γερμανικό κόμμα, που είναι σήμερα ο σημαντικότερος αντιπολιτευτικός σχηματισμός απέναντι στον μεγάλο γερμανικό κυβερνητικό συνασπισμό, του οποίου επικεφαλής είναι ο Φρίντριχ Μερτς.
Τελευταίο επεισόδιο: Δύο συνεταιριστικές τράπεζες, η Verbund Volksbank OWL και η Volksbank Ostwestfalen, στην περιοχή της ανατολικής Βεστφαλίας, έκλεισαν τους λογαριασμούς του περιφερειακού AfD στο Minden-Lübbecke, χωρίς να δώσουν λεπτομέρειες, επικαλούμενες τις νομικές δεσμεύσεις περί τραπεζικού απορρήτου.
Η περιφερειακή κομματική οργάνωση χαρακτήρισε την ενέργεια «πολιτικά υποκινούμενη», κάνοντας λόγο για πρακτικές debanking (αποτραπεζοποίηση: κλείσιμο λογαριασμών ή άρνηση υπηρεσιών από μια τράπεζα χωρίς σαφή ή επαρκή αιτιολόγηση). Ο επικεφαλής της οργάνωσης στο Minden-Lübbecke, Σεμπάστιαν Λάντβεερ, υποστήριξε πως δεν υπάρχει καμία επιχειρηματική ή ουσιαστική βάση που να δικαιολογεί τη διακοπή της συνεργασίας. «Απομένει μόνο η πολιτική σκοπιμότητα» ανέφερε.
Η ηγεσία του AfD καταγγέλλει αυτή την πρακτική ως μια μορφή χρηματοπιστωτικού όπλου, που στοχεύει να τιμωρήσει την αντιπολίτευση για τις θέσεις της απέναντι στην πολιτική των ανοιχτών συνόρων, την αμφισβήτηση της ιδεολογίας του φύλου και την υπεράσπιση των παραδοσιακών αξιών, και καλεί τους υποστηρικτές του να αποσύρουν τις καταθέσεις τους από τις συγκεκριμένες τράπεζες.
Χωρίς αιτιολόγηση
Το περιστατικό εντάσσεται σε μια σειρά αντίστοιχων ενεργειών από γερμανικά τραπεζικά ιδρύματα. Από τις αρχές του 2024 τοπικές οργανώσεις του AfD έχουν δει λογαριασμούς τους να κλείνουν από τη Volksbank Düsseldorf-Neuss, την Berliner Volksbank και την Deutsche Kreditbank. Οι τράπεζες αποφεύγουν να δώσουν συγκεκριμένη αιτιολογία, επαναλαμβάνοντας πως έχουν το δικαίωμα να τερματίζουν σχέσεις πελατειακής συνεργασίας, όταν το κρίνουν αναγκαίο.
Στο υπόβαθρο αυτών των εξελίξεων βρίσκεται η απόφαση της γερμανικής Υπηρεσίας Προστασίας του Συντάγματος, η οποία κατέταξε το AfD, βάσει πληροφοριών που είχε λάβει από τις εγχώριες μυστικές υπηρεσίες, ως «επιβεβαιωμένη ακροδεξιά, εξτρεμιστική οργάνωση», αναβαθμίζοντας τον προηγούμενο χαρακτηρισμό περί «ύποπτης περίπτωσης». Ο χαρακτηρισμός αυτός δεν απαγορεύει τη λειτουργία του κόμματος, αλλά επηρεάζει τη στάση τόσο των κρατικών θεσμών όσο και των ιδιωτικών φορέων, οι οποίοι συχνά αντιμετωπίζουν τον χαρακτηρισθέντα ως δυνητική απειλή για την ασφάλεια ή τη φήμη τους.
Παράλληλα, μεγάλες γερμανικές εταιρίες, όπως η Deutsche Bahn, η Siemens και η Miele, έχουν υιοθετήσει δημόσιες καμπάνιες υπέρ της δημοκρατίας και κατά του AfD, υπογραμμίζοντας ότι οι θέσεις του συγκρούονται με τις αξιακές τους αρχές και τη στρατηγική στελέχωσής τους. Η εφημερίδα «Börsenzeitung» υπενθυμίζει ότι οι συνεταιριστικές τράπεζες έχουν πλήρες νομικό δικαίωμα να τερματίζουν λογαριασμούς κομμάτων. Ωστόσο, όταν η απόφαση συνδέεται έμμεσα με δημόσιες αναφορές σε αξίες ή ιδεολογικές διαφορές, εγείρονται ερωτήματα σχετικά με τα όρια μεταξύ επιχειρηματικής αυτονομίας και αυθαίρετης παρέμβασης στο έργο ενός νόμιμα λειτουργούντος κόμματος.
Για την ώρα, τα μόνα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δεσμεύονται να παρέχουν βασικές υπηρεσίες σε όλα τα πολιτικά κόμματα είναι τα Sparkassen. Ως οργανισμοί δημοσίου δικαίου, υποχρεούνται να διατηρούν λογαριασμούς για κομματικές οργανώσεις, όπως έχει επιβεβαιώσει απόφαση του Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου το 2018. Το ζήτημα του debanking αγγίζει πλέον έναν ευρύτερο δημόσιο διάλογο στη Γερμανία: Μέχρι ποιου σημείου οι τράπεζες μπορούν ή πρέπει να λαμβάνουν αποφάσεις που επηρεάζουν τη λειτουργία κομμάτων, τα οποία -ανεξαρτήτως ιδεολογίας- παραμένουν νόμιμοι παράγοντες του πολιτικού συστήματος; Καθώς το φαινόμενο κλιμακώνεται, το κεντρικό ερώτημα είναι αν οι σημερινές αποφάσεις δημιουργούν ένα προηγούμενο που θα μπορούσε στο μέλλον να λειτουργήσει εις βάρος της ίδιας της δημοκρατικής ισορροπίας.


