Ένα νέο περιστατικό προχειρότητας στην εκπαιδευτική διοίκηση έρχεται στο φως, αποκαλύπτοντας για ακόμη μία φορά τις σοβαρές δυσλειτουργίες στη διαδικασία επιλογής στελεχών. Καθηγητής με οργανική θέση στα Χανιά βρέθηκε… υποδιευθυντής σε Λύκειο της Αθήνας, χωρίς καν να πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις. Και όλα αυτά, όπως αναφέρει το ρεπορτάζ του esos, εξαιτίας ενός «εκ παραδρομής» λάθους που μόνο αθώο δεν μοιάζει όταν προέρχεται από θεσμική διαδικασία.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, η απόφαση τοποθέτησης του εκπαιδευτικού ως υποδιευθυντή ανακλήθηκε λίγο αργότερα με το αιτιολογικό «εκ παραδρομής». Ωστόσο, η νομική βάση που καθιστά την αρχική απόφαση μη σύννομη είναι ξεκάθαρη και δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες. Το άρθρο 31 του ν. 4823/2021 προβλέπει ρητά: «…Ως Υποδιευθυντές σχολικών μονάδων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης επιλέγονται εκπαιδευτικοί που υπηρετούν κατά τον χρόνο της επιλογής με οργανική θέση στη σχολική μονάδα, στην οποία αφορά η επιλογή..».
Κοινώς, για να τοποθετηθεί κάποιος ως υποδιευθυντής σε ένα σχολείο, οφείλει να έχει οργανική θέση σε αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση, συνέβη ακριβώς το αντίθετο.
Ο συγκεκριμένος καθηγητής ανήκει οργανικά στη Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Χανίων και απλώς υπηρετούσε με απόσπαση στη Διεύθυνση όπου υπαγόταν το Αθηναϊκό Λύκειο στο οποίο βρέθηκε… υποδιευθυντής. Η οργανική του θέση στα Χανιά καθιστά την επιλογή του αυτομάτως άκυρη – κάτι που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο για τα αρμόδια στελέχη.
Παρ’ όλα αυτά, η απόφαση εκδόθηκε, δημοσιεύθηκε και ίσχυσε μέχρι να γίνει αντιληπτό το λάθος. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα: δεν πρόκειται για μία απλή γραφειοκρατική αστοχία, αλλά για μια διαδικασία που επηρεάζει την εύρυθμη λειτουργία σχολικών μονάδων, το κύρος των θεσμών και την αξιοπιστία του συστήματος επιλογής στελεχών.
Το να παρουσιάζεται μια τόσο σοβαρή παράβαση ως «εκ παραδρομής» δημιουργεί εύλογα ερωτήματα. Άραγε, δεν γνώριζαν οι αρμόδιοι ότι ο υποψήφιος δεν είχε οργανική θέση στο σχολείο; Ελέγχονται ουσιαστικά τα δικαιολογητικά και οι προϋποθέσεις πριν την έκδοση μιας απόφασης; Και τέλος, πόσες ακόμη τέτοιες τοποθετήσεις μπορεί να έχουν γίνει χωρίς να έχουν εντοπιστεί;
Σε μια περίοδο κατά την οποία το Υπουργείο Παιδείας προβάλλει ως προτεραιότητα την αξιοκρατία, τη διαφάνεια και την αναβάθμιση του ρόλου των στελεχών εκπαίδευσης, τέτοια φαινόμενα λειτουργούν αποδομητικά και αποκαλύπτουν μια γραφειοκρατία που είτε λειτουργεί μηχανικά χωρίς ουσιαστικό έλεγχο, είτε χειρίζεται τις διαδικασίες με τρόπο τόσο επιπόλαιο ώστε να ακυρώνεται η ίδια η έννοια του αξιοκρατικού συστήματος.



