Στο σημείωμα της Πέμπτης έγινε αναφορά στην εξαιρετικά εύστοχη δήλωση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι ότι η προσπάθεια για συστημική οικονομική ανασυγκρότηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης μπορεί να κινδυνεύει εξαιτίας διεθνοπολιτικού γεγονότος. Ο έμπειρος τεχνοκράτης δεν μιλά στο κενό. Εγκυρα think tanks και πανεπιστημιακοί των διεθνών σχέσεων προβλέπουν «θερμό χειμώνα» για την Ευρώπη.
Πρώτο θερμό μέτωπο είναι αυτό στα υψίπεδα της Ευρασίας. Η ρωσοουκρανική διένεξη δεν έχει παύσει και οι συνέπειές της στο επίπεδο της διεθνούς πολιτικής οικονομίας θα αρχίσουν να γίνονται ορατές μετά το φθινόπωρο. Η άμεση πρώτη συνέπεια για την Ευρώπη θα είναι η κατακόρυφη αύξηση της τιμής του ρωσικού φυσικού αέριου. Αν και η ρωσική Gazprom έσπευσε να διαβεβαιώσει τις ευρωπαϊκές αγορές ότι η προμήθεια φυσικού αέριου θα συνεχιστεί απρόσκοπτα, αυτό δεν σημαίνει ότι η τιμολογιακή πολιτική του ρωσικού εταιρικού κολοσσού δεν θα αυξηθεί ως εργαλείο πίεσης προς τον ευρωπαϊκό χώρο. Πόσο δε μάλλον όταν οι ΗΠΑ δεν έχουν την παραμικρή διάθεση να άρουν τον οικονομικό αποκλεισμό σε ρωσικούς στόχους πέριξ του προέδρου Πούτιν. Αλλά πώς θα μπορούσαν άλλωστε, όταν η Ρωσία δείχνει ότι θα κλιμακώσει τις πιέσεις της προς τη Δύση στο εσωτερικό της Ουκρανίας και όχι μόνο (Αμπχαζία, νότια Οσετία κ.ά.), με στόχο να δημιουργήσει παράλληλα μέτωπα ρευστότητας ώστε να αυξήσει την πίεση προς τη Δύση εξαιτίας της αντιπυραυλικής νατοϊκής ασπίδας στην Πολωνία που αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2018. Ασφαλώς η δυνατότητα στην Gazprom να παράξει διεθνοπολιτικό γεγονός με την τιμή του φυσικού αέριου στην ευρωπαϊκή αγορά θα ήταν εξαιρετικά παρακινδυνεύμενη, αν δεν είχε προηγουμένως κλειστεί η ενεργειακή συμφωνία «μαμούθ» με το Πεκίνο, που εξασφαλίζει στη Μόσχα την πολύτιμη ροή κεφαλαίων, 400 δισ. δολάρια, για τις επόμενες δεκαετίες. Τώρα όμως είναι πλέον εφικτή, αφού η Ρωσία με τη συμφωνία αυτή μεταβάλλει υπέρ της την έως σήμερα ασύμμετρη αλληλεξάρτηση με τις κεντροευρωπαϊκές αγορές Η αύξηση της τιμής του φυσικού αέριου θα προκαλέσει αυξημένες πιέσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία, οδηγώντας σε έναν νέο κύκλο δημοσιονομικής αποσταθεροποίησης αλλά και κοινωνικής δυσαρέσκειας ή και ριζοσπαστικοποίησης.
Δεύτερο θερμό μέτωπο είναι αυτό της Μέσης Ανατολής. Εξαιτίας της δράσης του τζιχαντιστικού ISIS στο Ιράκ η πλειονότητα των αναλυτών έχει ξεχάσει τη Συρία, ενώ τα υπόγεια ρεύματα που χτυπούν κράτη όπως η Λιβύη, η Αίγυπτος, η Υεμένη δεν γίνονται πλέον αντιληπτά. Κι όμως όλα αυτά τα γεγονότα που διαπερνούν απ’ άκρη σ’ άκρη τον αραβικό κόσμο δεν πρέπει να προσεγγίζονται αποσπασματικά, αλλά ως μια συμπληρωματική αλληλουχία που διαμορφώνει τη νέα κοινωνικοπολιτική και οικονομική φυσιογνωμία της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Πώς επηρεάζεται η Ευρώπη από αυτή τη συνθήκη υψηλής ρευστότητας; Αρχικώς αυξάνουν οι πιθανότητες τρομοκρατικών χτυπημάτων στο εσωτερικό της Ενωσης από ομάδες τζιχαντιστών που παραμένουν αδρανείς αναμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία για να σπείρουν τον θάνατο και τον όλεθρο. Το δεδομένο αυτό αυξάνει την ανασφάλεια των Ευρωπαίων πολιτών επηρεάζοντας τον πυρήνα της ασφάλειας σε καθημερινό επίπεδο [vernacular security], επηρεάζοντας τομείς όπως η επιχειρηματικότητα κ.ά. Επιπρόσθετα, η αυξημένη πολιτική ρευστότητα δημιουργεί μεγαλύτερες ροές πολιτικών προσφύγων από τη Μέση Ανατολή προς την Ευρώπη, ένα ρεύμα που είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανακοπεί και που απειλεί να μεταφέρει τον τρίτο κύκλο της Αραβικής Ανοιξης στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών μητροπόλεων.
Η πολυπλοκότητα της διεθνούς πολιτικής, που γίνεται ακόμα πιο έντονη εξαιτίας του πολυπολιτισμού, δημιουργεί διαρκείς πολιτικές πιέσεις και συστημικές μεταβολές. Η δήλωση του Μάριο Ντράγκι είναι ορθή. Και γίνεται ακόμα ορθότερη αν γίνει κατανοητό ότι η πορεία της οικονομίας είναι κυρίως απότοκο της πολιτικής τριβής σε μακροοικονομικό επίπεδο.
Σπύρος Ν. Λίτσας


