Είπα να ξεκινήσω την εορταστική περίοδο μ’ ένα ιμάμ μπαϊλντί και μου ‘πεσε πιο βαρύ από τις διασκευές του ομώνυμου συγκροτήματος που, έτσι όπως πάει, σε λίγο θα κάνει όλον τον Τσιτσάνη… μπριάμ! Καθώς δεν χώνευα, φαίνεται, τα αχώνευτα, ξύπνησα μέσα σ’ έναν εφιάλτη.
Βρέθηκα, λέει, σε μια πλατεία. Τα μαγαζιά γύρω γύρω ήταν μόνο ειδών κινητής τηλεφωνίας, πρακτορεία προγνωστικών για αγώνες ποδοσφαίρου και μικρά καφέ. Αλλο είδος δεν υπήρχε. Οι άνθρωποι μπαινόβγαιναν από το ένα στο άλλο, άλλοι καλωδιωμένοι, άλλοι σκυφτοί στις μικρές οθόνες, σαν ταχυδακτυλουργοί κρατούσαν με το ένα χέρι πλαστικά ποτήρια γεμάτα γλυκό ρευστοποιημένο σε κάτι τύπου καφέ και με το άλλο τσάντες σούπερ μάρκετ και λογαριασμούς, πότε πότε σήκωναν το κεφάλι και κοιτούσαν φωτεινούς πίνακες με αποτελέσματα τυχερών παιχνιδιών. Δεν μιλούσαν, παρά μόνο στα τηλέφωνα, ελάχιστοι μεταξύ τους, αλλά όχι σε διάλογο, ο καθένας έλεγε τα δικά του, σαν χαμένοι, αλλά μπορεί και σε επικοινωνία με κάποιο παράλληλο σύμπαν. Ανεξαρτήτως του πώς τους έκοβες από ντύσιμο και στήσιμο, οι περισσότεροι έμοιαζαν στα πρόθυρα της κατάθλιψης, έτοιμοι να καταρρεύσουν. Κάποιοι από τους πιο φοβισμένους αποδεικνύονταν προκλητικά αγενείς και επιθετικοί, μόλις ένας τούς έλεγε μια σωστή κουβέντα για να τους επαναφέρει στην τάξη και τη… σειρά τους!
Απογοητευμένος από το γύρω γύρω, είπα να προχωρήσω καταμεσής της πλατείας, μπας και φτιάξει το κέφι μου. Ωραία κορίτσια, παραταγμένα στη σειρά, με προσκαλούσαν να καθίσω σε καναπέδες και πολυθρόνες. Εμοιαζε με έκθεση επίπλων, αλλά ήταν καφετέρια. Και όχι μόνο. Οσο έμεινα, αντιλήφθηκα ότι το μέρος αυτό έγινε διαδοχικά από καφενείο με τάβλι lounge bar, πασαρέλα, μπουζουξίδικο, στριπτιζάδικο, πανηγύρι με κλαρίνα, after club, για να καταλήξει πατσατζίδικο!
Πιο πολύ και από τις μεταλλάξεις αυτές, όμως, με εντυπωσίασαν οι θαμώνες. Σε ένα τραπέζι νιάτα όμορφα, γραμμένα που ‘λεγαν οι παλιοί, και… γραμμωμένα που λένε οι καινούργιοι. Χαϊδεύονταν και φιλιούνταν σχεδόν κλεφτά, αραιά κι αδιάφορα. Σαν να μην τους ένοιαζε τον έναν η άλλη, αλλά σαν κάτι να περίμεναν. Ξαφνικά εμφανίστηκε νέος ο Κώστας Βουτσάς κι έριξε την αθάνατη ατάκα του Ράμογλου-Καλιακούδα «Εχω και κότερο! Πάμε μια βόλτα;» και άδειασε το μαγαζί!
Σχεδόν γιατί μια παρέα στα 70 φεύγα δεν έλεγε να σηκωθεί με τίποτα. Πρέπει να ‘ταν καλλιτέχνες αυτοί. Αλλος τραγουδούσε παλιά σουξέ, άλλη έπαιζε νούμερα από θεατρικά έργα και ταινίες που τα ‘χαμε μάθει απέξω, μες στην καλή χαρά, σαν να μην τους ένοιαζε τι γίνεται τώρα και δίπλα τους. Οχι, λάθος! Τους ένοιαζε, αλλά τα είχαν πει αυτοί όλα και για όλους από πάντα! Τα πάντα όλα δηλαδή και παντός καιρού! Δεν ήξερες αν ήταν για να τους λυπηθείς ή για να τους κράξεις. Ο σεβασμός στην ηλικία και τις δημιουργίες τους έφερε τη σιωπή.
Σιωπή ασορτί με μια παρέα 50άρηδων που είχε ξεμείνει παραδίπλα. Από αυτούς που γέλαγαν με τα καμώματα του Κωνσταντάρα και κορόιδευαν τη «Ρίτα» των Κατσιμιχαίων. Είχαν πάρει ρεφενέ ένα tablet και το κρατούσαν εναλλάξ μπας και κάτσει στα πόδια τους καμία πιτσιρίκα να της το δείξουν. Τα ”ξεραν όλα, τα ‘χαν κάνει όλα σωστά, τα είχαν πιει όλα και η ζωή είχε σταματήσει όταν αποφάσισαν ότι κουράστηκαν. Επειτα απ’ αυτούς δεν έγινε τίποτα. Ούτε και πρόκειται κατά την εκτίμησή τους.
30άρηδες και 40άρηδες δεν είχε. Οσοι δεν είχαν μεταναστεύσει ήταν σπίτι με τους γονείς τους. Οι «πετυχημένοι» από αυτούς ήταν ακόμα στο γραφείο. Τους ανήκε ο κόσμος. Εστω μέσω διαδικτύου. Στο αυτιστικό φαντασιακό σύμπαν τους μπορούσαν για λίγα χρόνια ακόμη να είναι σκληροί και με τους μικρότερους και με τους μεγαλυτέρους τους.
Αγριεύτηκα και ξύπνησα απότομα. Είπα να βγω μια βόλτα, ν’ αλλάξω αέρα από τον εφιάλτη. Είπα, γιατί, όταν βγήκα, νόμισα ότι είχα αλλάξει πλευρό. Καλά Χριστούγεννα!
Γιώργος Κ. Στράτος


