Ο θεσμός της υπηρεσιακής κυβέρνησης, όπως σωστά υποθέτετε, είναι ελληνική πατέντα. Γέννημα της πολιτικής πρακτικής του ταραχώδους 19ου αιώνα, αν και δεν προβλεπόταν από κανένα Σύνταγμά μας, επιβλήθηκε από την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι ο απερχόμενος πρωθυπουργός, η κυβέρνηση και το κόμμα του δεν θα χρησιμοποιήσουν τον κρατικό μηχανισμό για να επηρεάσουν την εκλογική διαδικασία.
Ως προϊόν αυτού του ιστορικού παρελθόντος, όταν οι εκλογές κάθε άλλο παρά αδιάβλητες ήταν, δικαίως θεωρείται δείγμα ανωριμότητας της δημοκρατίας και δυσπιστίας στην πολιτική και στους πολιτικούς. Γι’ αυτό και η πρακτική αυτή μετά τη Μεταπολίτευση περιορίστηκε αρκετά με τη μεμονωμένη τοποθέτηση υπηρεσιακών υπουργών σε κρίσιμα για τις εκλογές υπουργεία, όπως αυτά των Εσωτερικών και του Τύπου.
Ευλόγως αναρωτιέται κανείς τι άλλο μπορεί να προσφέρει μία υπηρεσιακή κυβέρνηση εκτός από την εξασφάλιση αδιάβλητων εκλογών. Και το ερώτημα αυτό αναπόφευκτα συνοδεύεται από το ποια φιλοδοξία ωθεί κάποιον να αναλάβει έναν υπουργικό θώκο για λιγότερο από έναν μήνα. Οσο στενά είναι τα περιθώρια δράσεώς της, άλλο τόσο βέβαιο είναι ότι οι άνθρωποι που την αποτελούν εμφορούνται από την ευγενή φιλοδοξία να προσφέρουν στον τόπο και όχι μόνο για να ικανοποιήσουν έστω για έναν μήνα τη ματαιοδοξία τους.
Τούτων δεδομένων, θεωρώ ότι η παρούσα έχει μπροστά της πεδίο δόξης λαμπρό. Το καθαυτό έργο της είναι εξασφαλισμένα επιτυχημένο εδώ και δεκαετίες από τη δημοκρατική συνείδηση και την επάρκεια όλων των εμπλεκομένων, από τους υπηρεσιακούς παράγοντες μέχρι τους δικαστικούς αντιπροσώπους. Αρκεί συνεπώς να θελήσει να αναζητήσει αυτό το πεδίο και κυρίως αρκεί να τολμήσει να κάνει τις απαραίτητες υπερβάσεις για να επιτελέσει τον σκοπό αυτό. Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που δεν διατρέχει τον κίνδυνο κανενός πολιτικού κόστους.
Απουσιάζει ένα εθνικό σχέδιο για την Παιδεία, την Υγεία και το Ασφαλιστικό. Το πιο απελπιστικό είναι ότι κανένα κόμμα δεν ενδιαφέρεται να ανοίξει καν τον διάλογο για τη διαμόρφωσή του. Η συζήτηση γι’ αυτό θα απουσιάσει και από αυτόν τον προεκλογικό αγώνα, αφού απαιτεί καθαρές και συνεπώς δυσάρεστες κουβέντες.
Θα μπορούσε η υπηρεσιακή κυβέρνηση να διαμορφώσει μία πρόσκληση διεθνούς ενδιαφέροντος για την κατάθεση προτάσεων για όλα τα παραπάνω μεγάλα ζητήματά μας. Μία πρόσκληση που να περιλαμβάνει όλα τα δεδομένα του προβλήματος, τις πραγματικές δυνατότητες της χώρας και να υπηρετεί την προοπτική μίας μακρόχρονης βιώσιμης λύσης, επωφελούς για την πλειονότητα των πολιτών. Μία πρόσκληση που θα μπορούσε να απευθυνθεί από διεθνείς οργανισμούς και κράτη μέχρι εξειδικευμένες εταιρίες συμβούλων.
Οι απαντήσεις σε αυτήν την πρόσκληση θα αποτελούσαν δυνάμει τη βάση για την εκπόνηση ενός σχεδίου για όλα τα παραπάνω μεγάλα ζητήματά μας.
Αναμφισβήτητα το εθνικό σχέδιο θα πρέπει να αποκτήσει τη δημοκρατική νομιμοποίησή του, υπερψηφιζόμενο είτε από την πλειοψηφία της Βουλής που θα προκύψει είτε με δημοψήφισμα. Γι’ αυτό και μιλήσαμε για πρόσκληση κατάθεσης προτάσεων και τίποτε άλλο. Σε μία τέτοια περίπτωση δεν θα ‘χει κερδηθεί μόνο πολύς κρίσιμος χρόνος. Θα ‘χει κερδηθεί το έδαφος που αποδεδειγμένα ο πολιτικός κόσμος λόγω των γνωστών αγκυλώσεών του δεν μπορεί να καλύψει.
Γιώργος Κ. Στράτος