Η προεκλογική περίοδος τελειώνει σήμερα και οι περισσότεροι νιώθουν περισσότερο μπερδεμένοι απ’ όσα (δεν) είδαν και (δεν) άκουσαν. Δεν είναι τυχαίο ότι, μια ανάσα πριν από τις κάλπες, τα ποσοστά των αναποφάσιστων στις δημοσκοπήσεις είναι πρωτοφανή, ενώ φαίνεται όλο και πιο ξεκάθαρα ότι η αποχή θα χτυπήσει «κόκκινο».
Βέβαια, υπάρχει εξήγηση, και μάλιστα λογική και πειστική: Κανένα κόμμα δεν παρουσίασε μια σοβαρή εναλλακτική πρόταση όσων βιώνουμε εδώ και πέντε χρόνια και κανείς αρχηγός δεν έπεισε ότι μπορεί να βγάλει τη χώρα από τον λάθος δρόμο. «Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα» είναι το δίλημμα των εκλογών και οι πολίτες το κατάλαβαν αυτήν τη φορά για τα καλά. Ισως γι’ αυτό να υπάρχει τόσο μεγάλη απογοήτευση γύρω μας, που αποτυπώνεται στα ποσοστά των αναποφάσιστων, σε όσους δηλώνουν ότι δεν θα ψηφίσουν και στην απροθυμία των περισσοτέρων να παρακολουθήσουν πολιτικές εκπομπές και να παραστούν σε προεκλογικές συγκεντρώσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε τον ενθουσιασμό του Ιανουαρίου και, μαζί, έχασε και το πιο δυναμικό κομμάτι του, τη νεολαία. Οι συγκεντρώσεις του θύμιζαν παλιό και σκουριασμένο κόμμα, δεν είχαν παλμό και τα συνθήματα ήταν πολύ περιορισμένα.
Η Ν.Δ. κατάφερε να κινητοποιήσει ξανά ένα κομμάτι των οπαδών της, που και οι ίδιοι ξαφνιάστηκαν από την προοπτική εξουσίας την οποία δίνουν οι δημοσκοπήσεις στη «γαλάζια» παράταξη. Ομως, ακόμα κι αυτοί ήταν πολύ λίγοι συγκριτικά με το παρελθόν, αφού οι μνήμες της καταστροφικής διακυβέρνησης Σαμαρά είναι ακόμα νωπές.
Τα υπόλοιπα κόμματα κινήθηκαν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Ούτε το νέο κόμμα Λαφαζάνη – Κωνσταντοπούλου κατάφερε να αποκτήσει δυναμική, παρότι, ως καινούργιο κομμάτι του πολιτικού παζλ, θα ανέμενε κανείς πως θα είχε τον ενθουσιασμό του… πρωτάρη.
Η εικόνα παρακμής στις προεκλογικές συγκεντρώσεις δείχνει τη συνολική απογοήτευση (που αγγίζει τα όρια της αδιαφορίας) στην κοινωνία. Οι περισσότεροι έχουν πια πειστεί ότι, όποια κυβέρνηση κι αν προκύψει, δεν θα είναι ικανή να ανατρέψει τις άγριες ορέξεις των δανειστών. Είναι σαν τους φιλάθλους των ομάδων που παύουν να ασχολούνται με το πρωτάθλημα, γιατί βλέπουν ότι οι διαιτητές είναι «πιασμένοι». Ενα τέτοιο στημένο πρωτάθλημα σε επίπεδο πολιτικής (όπου στο τέλος πάντα κερδίζουν οι Γερμανοί) εξελίσσεται εδώ και πέντε χρόνια στην Ελλάδα και, όπως φαίνεται, θα συνεχιστεί για καιρό ακόμα.
Αυτή, βέβαια, είναι η μία οπτική των πραγμάτων, η πιο ρεαλιστική αλλά ταυτόχρονα πεσιμιστική. Υπάρχει και η άλλη, σύμφωνα με την οποία έχει όντως σημασία ποιος θα μας κυβερνήσει. Οχι ως προς το Μνημόνιο (που θα ζει και θα βασιλεύει), αλλά ως προς τα υπόλοιπα: τη διαφθορά, την κοινωνική ευαισθησία, την προάσπιση των εθνικών δικαίων, την αντιμετώπιση του Μεταναστευτικού. Καθένας, ανάλογα με την οπτική του (δεξιά ή αριστερή), ψάχνει ένα επιμέρους θέμα στο οποίο πιστεύει ότι το κόμμα του θα τα καταφέρει καλύτερα, για να βρει το… κουράγιο να φτάσει μέχρι την κάλπη. Δυστυχώς, όμως, σε αυτήν την προεκλογική περίοδο ελάχιστα ακούστηκαν για αυτά τα θέματα, αφού ουσιαστικός διάλογος δεν έγινε και οι θέσεις των κομμάτων δεν «πέρασαν» στην κοινωνία. Εμειναν έτσι μόνο τα συνθήματα, οι αφορισμοί και οι εξυπνάδες (που αποτυπώθηκαν και στα τηλεοπτικά σποτ). Κυριακή κοντή γιορτή, λοιπόν. Το μνημόσυνο θα ακολουθήσει την επομένη των εκλογών. Θα μοιράζονται παξιμάδι και πικρός καφές της παρηγοριάς – ελληνικός, που κοστίζει λιγότερο…
Δημήτρης Ριζούλης