Ο Ευ. Μεϊμαράκης αποτελεί ένα από τα πλέον παλιά στελέχη της Νέας Δημοκρατίας. Η συντριπτική πλειονότητα εντός ή εκτός κόμματος βρήκε πολύ λογική και εύστοχη την επιλογή του πριν από λίγους μήνες να αναλάβει ως μεταβατικός πρόεδρος τη Ν.Δ., προκειμένου να την οδηγήσει έως την άνοιξη του 2016 σε συνέδριο και εκλογή νέου προέδρου. Βεβαίως, σε ένα δεύτερο επίπεδο από τους «βασικούς μετόχους» του κόμματος, τους επικεφαλής των οικογενειών που συγκροτούν τον κύριο αυτό φορέα της Κεντροδεξιάς, υπήρχε η εκτίμηση ότι ενδεχομένως ο Αλ. Τσίπρας θα επιχειρούσε πρόωρες εκλογές το φθινόπωρο.
Αλλά και σε αυτή την περίπτωση η επιλογή Μεϊμαράκη θεωρήθηκε η πλέον ενδεδειγμένη, αφού από την κομματική πορεία του, τις προσωπικές σχέσεις του και το προφίλ του έδειχνε ότι θα πετύχαινε, αρχικά ως μεταβατικός, να διατηρήσει και να ενισχύσει την ενότητα του κόμματος, που, ως συνήθως, βρισκόταν σε σύγκρουση φατριών μετά την περήφανη «ήττα» στις εκλογές του Ιανουαρίου από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Στη συνέχεια μάλιστα, εφόσον κάτι τέτοιο προέκυπτε, θα μπορούσε να οδηγήσει το κόμμα ως επικεφαλής σε αιφνιδιαστικές εκλογές προβλεπόμενης ήττας, αφού πολύ δύσκολα η Νέα Δημοκρατία θα επικρατούσε του κ. Τσίπρα ελάχιστους μήνες μετά τις προηγούμενες εκλογές. Ουδείς, λοιπόν, από τους ηγετικούς παράγοντες της Κεντροδεξιάς -ούτε φυσικά και ο σε διαδικασία αποχώρησης από την προεδρία κ. Σαμαράς- επιθυμούσαν να χρεωθούν τη δεύτερη μέσα σε λίγους μήνες ήττα για τη Ν.Δ. Πέραν αυτών, ο κ. Μεϊμαράκης κρίθηκε από τους Κ. Καραμανλή και Ντόρα Μπακογιάννη, χωρίς διαφωνίες από τις οικογένειες Κεφαλογιάννη και Βαρβιτσιώτη για παράδειγμα, ως ο πλέον κατάλληλος για να προωθήσει τη δυνατότητα κυβερνητικής συνεργασίας ή και σύγκλισης με τον ΣΥΡΙΖΑ σε μετεκλογικό σχήμα «μεγάλου συνασπισμού».
Ολα πήγαιναν καλά έως το βράδυ της προηγούμενης Κυριακής. Με τον κ. Μεϊμαράκη, μάλιστα, να χαρακτηρίζεται στο εσωτερικό και στο εξωτερικό ως «θετική έκπληξη». Μόνο που τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Η διαφορά εκτινάχθηκε πάνω από το 7%, σε ποσοστά ανάλογα του Ιανουαρίου, θρίαμβος για τον «μονομάχο» Αλ. Τσίπρα. Η διάσπαση της Λαϊκής Ενότητας έμεινε εκτός Κοινοβουλίου, με τους ΑΝ.ΕΛ. να αποκτούν 10 βουλευτές και να σχηματίζουν μαζί με τους 145 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση συνασπισμού μόλις μία ώρα μετά τη λήξη της ψηφοφορίας.
Οι πρώτες εσωκομματικές γκρίνιες περί λάθους της στρατηγικής της ανοχής προς τον ΣΥΡΙΖΑ που ακούστηκαν από τη δεξιά πλευρά -των υπερασπιστών της «πόλωσης»- οδήγησαν τον Ευ. Μεϊμαράκη στο να ανοίξει στο παρόν και όχι την άνοιξη τη διαδικασία εκλογής νέου προέδρου του κόμματος, με άμεση συμμετοχή των πολιτών σε αυτήν. Αρχικά, ο κ. Μεϊμαράκης άφησε να διαρρεύσει ότι δεν θα συμμετάσχει στην εκλογή, και πολύ σωστά. Στη συνέχεια όμως, πιεζόμενος από τους Κ. Καραμανλή και Ντόρα Μπακογιάννη μέσω διαδοχικών δηλώσεων-προτροπών βουλευτών της επιρροής των δύο, δείχνει να το επανεξετάζει.
Ο κ. Μεϊμαράκης, αν θέλει να διατηρήσει το κύρος και τον σεβασμό στην ιστορική διαδρομή του στη Ν.Δ., θα πρέπει να αποφύγει την εμπλοκή του. Γιατί πολύ απλά οι Καραμανλής και Μπακογιάννη επιζητούν να παραμείνει ως «μεταβατικός» όλη τη σύνθετη περίοδο έως το 2018-2019, προκειμένου να προωθήσουν την κατάλληλη στιγμή τους επιλεγμένους διαδόχους των οικογενειών τους, έχοντάς τον χρησιμοποιήσει ως «πολιτικό σέμπρο» για τη «βρόμικη δουλειά», επικεφαλής της ήττας για όλα τα χρόνια απόλυτης κυριαρχίας του κ. Τσίπρα και των μνημονιακών υποχρεώσεων. Είναι εμφανές ότι ο κ. Μεϊμαράκης δεν μπορεί παραπέρα και, ακόμη κι αν εκλεγεί, θα συνδεθεί με μια περίοδο απολύτως προβληματική και απαξιωτική για τη Νέα Δημοκρατία, υπηρετώντας μονοδιάστατα πολιτικά «κοντόφθαλμους» οικογενειακούς – πολιτικούς σχεδιασμούς φεουδαρχικού χαρακτήρα και όχι την προοπτική του κόμματος, του οποίου τυγχάνει ιστορικό πλέον στέλεχος.
Μενέλαος Τασιόπουλος