Τα Μνημόνια θεωρητικά έχουν στόχο την εξυγίανση και την επανεκκίνηση της οικονομίας. Η θέση της Ελλάδος ως συμμέτοχης στο ευρώ στοχεύει στη σταθερότητα και την ευημερία. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι ελληνικές κυβερνήσεις, ασχέτως ιδεολογίας, εθνικής ταυτότητας και πολιτικής συμπεριφοράς, συγκλίνουν ως προς τη δυναμική της σύγκλισης των διαφορετικών ευρωπαϊκών οικονομιών στις παραδοχές της Ενωσης. Ολα αυτά καλά.
Ας σκεφθούμε όπως όλοι αυτοί οι αφελείς ή οι απολύτως δόλιοι Ελληνες του «ευρωπαϊκού μονοδρόμου». Στη βάση αυτή και στην παρούσα φάση, με την κυβέρνηση συνασπισμού ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ., από την οποία διοικείται η χώρα, με το κυβερνητικό πρόγραμμα που ακολουθείται, σε μορφή στρατηγικού σχεδίου ανασυγκρότησης, ο κύριος στόχος δεν μπορεί να είναι άλλος από τη συγκρότηση της παραγωγικής βάσης της χώρας. Κάτι που και η αντιπολίτευση στο μεγαλύτερο εύρος της -Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι, Ενωση Κεντρώων-, ως θεώρηση πραγμάτων και μάλιστα εντός ευρώ, στηρίζει με επιμονή.
Για την επανεκκίνηση της οικονομίας η συνταγή της «αγοραίας» Ευρώπης, που βρίσκεται ως ενότητα σε ισχύ, είναι η εκλογίκευση των κρατικών δαπανών και ταυτόχρονα η ενίσχυση της εγχώριας επιχειρηματικότητας. Σε όρους, μάλιστα, εκλογικευμένου εθνικού καπιταλισμού θα έπρεπε να προσθέσουμε σε αυτά και τα εξής: αξιόπιστο και ενεργητικό τραπεζικό σύστημα, περισσότερες εξαγωγές και λιγότερες εισαγωγές, ενισχυτικοί της επιχειρηματικότητας και της κατανάλωσης φόροι -με αυστηρή όμως διαδικασία συλλογής τους-, με κυριότερο ζητούμενο τη σταθερότητα του φορολογικού συστήματος τουλάχιστον για μια δεκαετία ώστε να ενθαρρυνθούν ξένες και εγχώριες διαπραγματεύσεις.
Τέλος, εξαιτίας της λανθάνουσας συγκρότησης της χώρας μετά τον πόλεμο, στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, στη βάση της εσωτερικής και της εξωτερικής μετανάστευσης αλλά και στα πλάνα του Κωσταντίνου Καραμανλή καταρχάς, των κυβερνήσεων του Κέντρου στη συνέχεια και των κυβερνήσεων της δικτατορίας στο τέλος, που προσμετρούσαν την πολιτική τους δημοφιλία, άρα αναζητούσαν θεαματικά αποτελέσματα και όχι στρατηγικό ορίζοντα, απαραίτητη είναι η δομική αποκέντρωση. Που σημαίνει ότι αναπτυξιακά «πακέτα» τύπου Γιούνκερ και ΕΣΠΑ θα έπρεπε να χρηματοδοτούν κεντρικές κρατικές πολιτικές επιστροφής των πολιτών στις πατρογονικές τους εστίες, άρα να κατοικηθεί και να αξιοποιηθεί όλη η Ελλάδα, με διαφορετική διάρθρωση της απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα (γεωργία, κτηνοτροφία), τον δευτερογενή (νέες τεχνολογίες, μεταποίηση, μικρές βιομηχανίες) και τον τριτογενή (βασισμένο στην ποντοπόρο ναυτιλία και στο ειδικό φορολογικό καθεστώς ναυτικής χώρας).
Αντ’ αυτού συνεχίζεται η πολυδιάσπαση των ποσών και η ρουσφετολογία μαζί με τη διαφθορά που συνοδεύουν επί δεκαετίες την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, έχοντας κατασπαταληθεί δισεκατομμύρια ευρώ, με την Ελλάδα να έχει χρεοκοπήσει χωρίς παραγωγική βάση.
Στο σημερινό πλαίσιο και στην εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών, όπως εξελίσσονται, γίνεται εμφανές ότι όχι μόνο η οικονομία δεν ανασυγκροτείται, αλλά η χρεοκοπία επιβεβαιώνεται. Επιλογές όπως η προκαταβολή φόρων στο 100%, η προσπάθεια φορολόγησης των εγχώριων μονάδων παραγωγής μπίρας, η εκτόξευση του κόστους της αγροτικής παραγωγής και η αποδιοργάνωση των εξαγωγών εξαιτίας των capital controls απλά επιβεβαιώνουν την ατυχία της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ.
Η Ελλάδα όλα τα τελευταία χρόνια λειτουργεί με τις κυβερνητικές επιλογές που προκρίνονται υπέρ των ευρωπαϊκών «πολυεθνικών», που στην ουσία τους είναι εθνική βιομηχανία και όχι ανώνυμες εθνομηδενιστικές βιομηχανίες.
Το εθνικό ΑΕΠ λειτουργεί ως έσοδο προς τις άλλες οικονομίες του Βορρά, με τη μερίδα του λέοντος να κατευθύνεται στην ηγεμονεύουσα Γερμανία, ενώ αντίστοιχα τα ευρωπαϊκά κονδύλια, αν και πολυδιαφημισμένα, απλά επιδοτούν τη φτώχεια και την υπανάπτυξη στη χώρα. Οσο περιορίζεται το ΑΕΠ τόσο αυξάνεται το χρέος.
Επίσης, όσο η Ελλάδα διαπραγματεύεται τους δημοσιονομικούς στόχους και προσπαθεί για την αναδιάρθρωση του χρέους της, χωρίς να ακυρώνει τις συμφωνίες που έχει υπογράψει με την Ενωση και οι οποίες πλήττουν την παραγωγική βάση της, το αδιέξοδο απλά θα επιβεβαιώνεται και η φτωχοποίηση του πληθυσμού και του κράτους θα βαθαίνει.