Γιατί η όποια απόφαση για αναδιάρθρωση δεν είναι της παρούσης
Ο δημόσιος διάλογος κατακλύζεται από τη συζήτηση για τη βιωσιμότητα του χρέους, όμως ανάθεμα κι αν γνωρίζουμε ακριβή στοιχεία για τη δομή του: πόσα χρωστάμε, πού χρωστάμε, πώς θα ξεχρεώσουμε. Σήμερα λέω να το κάνουμε μαζί αυτό. Η αυτογνωσία δεν έβλαψε ποτέ κανέναν λαό. Σύμφωνα λοιπόν με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και του Οργανισμού Δημόσιου Χρέους, το χρέος ανερχόταν τον Σεπτέμβριο σε 314,5 δισ. ευρώ, ήτοι σε 181% του ΑΕΠ.
Αυτό αναλύεται ως εξής (εδώ είναι το «ψητό» για να κατανοήσουμε τι είδους διαπραγμάτευση απαιτείται για την ελάφρυνσή του): ΔΝΤ 17,1 δισ. ευρώ – GLF, διμερή δάνεια πρώτο Μνημόνιο 52,9 δισ. ευρώ – EFSF, δεύτερο Μνημόνιο 131 δισ. ευρώ – ESM, τρίτο Μνημόνιο 13,1 δισ. ευρώ – κεντρικές τράπεζες 7,3 δισ. ευρώ – ομόλογα μετά το PSI (dept buyback) 29,5 δισ. ευρώ – ομόλογα που δεν μπήκαν στο PSI 2,8 δισ. ευρώ – έκδοση νέων ομολόγων 2014 6,1 δισ. ευρώ – repos 9,8 δισ. ευρώ – έντοκα γραμμάτια 14,9 δισ. ευρώ – ΕΚΤ 13,2 δισ. ευρώ – ΕΤΕπ 7,1 δισ. ευρώ – Τράπεζα της Ελλάδος 3,8 δισ. ευρώ – προνομιούχες μετοχές ΕΤΕΑΝ 0,7 δισ. ευρώ – λοιπά (τραπεζικές εγγυήσεις, δάνεια εξωτερικού) 5,2 δισ. ευρώ.
Από μια πρώτη ανάγνωση του πίνακα προκύπτουν δύο συμπεράσματα: Η παταγώδης αποτυχία του πρώτου Μνημονίου, το οποίο σχεδίασαν από κοινού ΠΑΣΟΚ – ΔΝΤ, οδήγησε σε δανεισμό-μαμούθ με το δεύτερο Μνημόνιο. Το δεύτερο είναι ότι ευτυχώς χρωστάμε πλέον ελάχιστα στις αγορές – στην πραγματικότητα χρωστάμε σε εταίρους και εαυτούς.
Εξίσου ενδιαφέροντα είναι και τα στοιχεία που αφορούν τις δαπάνες για τόκους εξυπηρέτησης του χρέους τα επόμενα έτη, γιατί δείχνουν την ευκαιρία που έχει η χώρα, δεδομένου του σταθερού εκλογικού κύκλου (οι επόμενες κάλπες πάσης φύσεως είναι προσδιορισμένες για το 2019). Με βάση αυτά, λοιπόν, πρέπει να καταβάλουμε τόκους 6,2 δισ. ευρώ για το 2016, 5,9 δισ. ευρώ για το 2017, 5,7 δισ. ευρώ για το 2018, 5,8 δισ. ευρώ για το 2019, 5,4 δισ. ευρώ για το 2020, 5,5 δισ. ευρώ για το 2021 και 19,4 δισ. ευρώ για το 2012. Σημειωτέον, επίσης, ότι τα επιτόκια με τα οποία εξυπηρετούμε τα διμερή δάνεια είναι εξαιρετικά χαμηλά (0,6 %).
Κατά συνέπεια, από πλευράς καταβολής τόκων – επιτοκίων η επόμενη εξαετία είναι ήπια. Πέραν αυτών, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε πως ίσως να έχει ένα δίκιο ο Σόιμπλε, όταν λέει ότι όποια απόφαση για την αναδιάρθρωση του χρέους αφορά το μέλλον. Ουδεμία επίπτωση μπορεί να υπάρξει σήμερα και για τα επόμενα πέντε χρόνια στην ακολουθούμενη δημοσιονομική πολιτική από ενδεχόμενη απόφαση για την αναδιάρθρωση του χρέους – λόγω Προσφυγικού, ίσως, λόγω ελάφρυνσης χρέους, όχι.
Το μέγα ζητούμενο αφορά το μετά. Ο μέγας προβληματισμός αφορά την αποτελεσματικότητα της επιμήκυνσης ως παράγοντα έμμεσης διαγραφής χρέους. Είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη η επιμήκυνση για την ανακούφιση των μελλοντικών Προϋπολογισμών και την απαλλαγή από τη λιτότητα; Θεωρώ ότι είναι πρόωρο να μιλήσουμε. Ξέρω, όμως, ότι οι ειδήμονες θα ανοίξουν τα χαρτιά τους έως το τέλος του έτους. Θα τους περιμένουμε.
Μανώλης Κοττάκης