Η ιστορία των σχέσεων Αθήνας – Αγκυρας δείχνει ότι όλοι οι Ελληνες πρωθυπουργοί (με μια δυο εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα) αντιμετώπισαν, από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 έως σήμερα, μια ελληνοτουρκική κρίση με συνέπειες μακροπρόθεσμες για τα συμφέροντα της χώρας.
Ομως, ο Αλέξης Τσίπρας δεν βρίσκεται, όπως οι προκάτοχοί του, ενώπιον μιας κρίσης με άμεση στρατιωτική απειλή, αλλά μπροστά σε μια πιο περίπλοκη κατάσταση που δεν θα του ευχόταν ούτε ο χειρότερος εχθρός του. Γιατί, επί των ημερών του, η επεκτατικότητα της Τουρκίας δεν εκδηλώνεται μόνο με την αμφισβήτηση της υφαλοκρηπίδας, τη θεωρία των «γκρίζων ζωνών» και τις αεροπορικές ή ναυτικές παραβιάσεις, αλλά και με απροκάλυπτες δράσεις στο πλαίσιο της προσφυγικής-μεταναστευτικής κρίσης. Δεν πρόκειται απλώς για συντονισμένες κινήσεις σε βάρος της ελληνικής επικράτειας, αλλά για τμήμα της τουρκικής διείσδυσης στην Ε.Ε. με τρόπο υπόγειο και, πιθανώς, αποτελεσματικό.
Η ειδοποιός αυτή διαφορά, συγκριτικά με όλες τις προηγούμενες κρίσεις στο Αιγαίο και στην Κύπρο (και με τις ταραχές στη Θράκη το 1988-1990), καθιστά δυσκολότερους τους εθνικούς χειρισμούς. Πρόκειται για ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας που μόλις ανοίγει και μόλις αρχίζει να γράφεται.
Παρά την επικίνδυνη νέα πραγματικότητα, μόνο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επέδειξε, στο Συμβούλιο Αρχηγών της Παρασκευής, μέριμνα εξασφάλισης μιας κοινής γραμμής για τις συνόδους της 7ης Μαρτίου και, κυρίως, της 17ης-18ης Μαρτίου, όπου ήταν βέβαιο ότι η διαπραγμάτευση θα συνεχιστεί, όπως είχε δημόσια προαναγγείλει η καγκελάριος Μέρκελ από την περασμένη Τετάρτη. Αντίθετα, ο πρωθυπουργός δεν παρουσίασε μια συνολική στρατηγική αντιμετώπισης της (εσωτερικής και εξωτερικής) κρίσης, ενώ ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν κατέθεσε συγκεκριμένες προτάσεις για τις απαραίτητες πρωτοβουλίες προς την Ε.Ε., το ΝΑΤΟ, τη Γερμανία και τις ΗΠΑ, μήπως και περισωθεί κάτι εγκαίρως. Ο ΣΥΡΙΖΑ και η Ν.Δ. αναλώνονται σε ανούσιες ανακοινώσεις, όταν άριστα γνωρίζουν ότι η προσφυγική-μεταναστευτική κρίση θα διαρκέσει επί μακρόν και θα αλλάξει τα πάντα στη χώρα, έστω κι αν οι αποφάσεις της 17ης Μαρτίου είναι θετικές και (το ελάχιστα πιθανό) εφαρμοστούν πιστά από την Τουρκία και από αρκετά μέλη της Ε.Ε.
Οι πληροφορίες, εν όψει της νέας συνόδου, δεν επιτρέπουν αισιοδοξία, καθώς το Βερολίνο διαμηνύει στην Αθήνα πως, εκτός της γνωστής γερμανικής παρέμβασης για την αποτροπή «επίσημου» κλεισίματος των συνόρων, το προβάδισμα θα έχει και πάλι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ιδιαίτερη έμφαση, κατά τη γερμανική διπλωματία, θα δώσει η Κομισιόν μετά τις 17 Μαρτίου, αν υπάρξουν τελικές αποφάσεις, στην επιβεβαίωση της σωστής καταγραφής των προσφύγων στα εξωτερικά σύνορα (δηλαδή, ευθύνη της Ελλάδας) και στον μετέπειτα μηχανισμό κατανομής τους στα άλλα κράτη-μέλη, για τον οποίο η Αθήνα, εκ των πραγμάτων, δεν μπορεί να λάβει καμία εγγύηση. Μάλιστα, το σταθερό γερμανικό μήνυμα είναι ότι η Ε.Ε. πρέπει να «επενδύσει» και σε άλλες κινήσεις συνεργασίας με την Τουρκία, επιπλέον της οικονομικής βοήθειας. Σε κάποιον βαθμό, αντίβαρο στη γερμανική τακτική αποτελεί το Παρίσι, που ανησυχεί μεν για την παρουσία της Τουρκίας στις πύλες της Ε.Ε., αλλά ο πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ δεν επιθυμεί να φτάσει στα άκρα. Η Γαλλία προβληματίζεται για τις κινήσεις της Αγκυρας στον Λίβανο, όπου σήμερα ζουν 1.500.000 Σύροι πρόσφυγες, και το μήνυμα προς την Ελλάδα είναι ότι θα πρέπει να διαφυλαχθεί η ακεραιότητα της μικρής χώρας της Μέσης Ανατολής.
Παράλληλα, παρά τις πληροφορίες για περιοδεία της βοηθού υπουργού Εξωτερικών Β. Νούλαντ, οι ΗΠΑ έχουν ενημερώσει ότι δεν θα αναμειχθούν στη μεταναστευτική κρίση, όσο η Ε.Ε. δεν καταλήγει σε ενιαία στάση. Πηγές με γνώση των επαφών Αθήνας – Ουάσινγκτον τονίζουν ότι, ακόμα κι αν υιοθετηθεί ενιαία στάση στις 17 Μαρτίου, το ζήτημα για τις ΗΠΑ (λαμβάνοντας υπόψη τις ισορροπίες με την Τουρκία και άλλα συνδεόμενα θέματα) θα είναι η εφαρμογή όποιας συμφωνίας. Το θετικό είναι ότι η αμερικανική πλευρά έχει επιβεβαιώσει το πραγματικό ενδιαφέρον της για την ελληνική συνεισφορά στη σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής, με έμφαση σε συγκεκριμένους (μη ανακοινώσιμους) τομείς της διμερούς αμυντικής συνεργασίας που δεν επηρεάζονται από την εξέλιξη των σχέσεων με την Αγκυρα.
Aλέξανδρος Τάρκας
*Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιρειών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη.