Μια θεατρική παράσταση που αξίζει να δουν όλοι οι Ελληνες
Είχαν «φαγωθεί» εδώ και καιρό οι φίλοι Δημήτρης και Σοφία Εφραίμογλου, ιδρυτές του Ελληνικού Κόσμου και συνεχιστές του οράματος του δημιουργού του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού Λάζαρου Εφραίμογλου:
«Πρέπει να έρθεις να δεις την παράσταση για τη Σμύρνη! Χάνεις!» Η αλήθεια είναι ότι δίσταζα. Πρώτον, γιατί είχα ζωηρές αμφιβολίες για το αν μπορεί να αναπλαστεί μια ολόκληρη εποχή στο σανίδι – φοβόμουν την απογοήτευση. Εδώ ο κινηματογράφος δεν τα καταφέρνει καλά καλά… Δεύτερον, γιατί -το ομολογώ- είχα προκατάληψη για τη Μιμή Ντενίση, δεν είχε τύχει ποτέ να τη δω να παίζει και το μυαλό μου κατακλυζόταν από κρίσεις που αμφισβητούν το τάλαντο αυτής της μεγάλης κυρίας. Στο τέλος της παράστασης έφυγα από τον Ελληνικό Κόσμο συγκινημένος, ενθουσιασμένος, αλλά και με τύψεις. Δεν ήταν μόνο το ότι η Ντενίση με τη σκηνοθεσία της, αξιοποιώντας τη virtual τεχνολογία του
Ελληνικού Κόσμου, κατάφερε να με ταξιδέψει αυθεντικά στην ατμόσφαιρα αυτής της υπέροχης πόλης. Δεν ήταν μόνο το ότι τα δάκρυα στα μάτια των «ατσαλάκωτων» διπλανών μου (μανατζαραίοι πολυεθνικών) έτρεχαν «ρυάκι» στη σκηνή του «συνωστισμού». Δεν ήταν, επίσης, μόνο η ευχέρεια της Ντενίση να παίξει ιδανικά τον ρόλο της αστής Σμυρνιάς – εύκολο της ήταν, καθότι αστή, κόρη στρατηγού. Ούτε, βεβαίως, ήταν μόνο ο εξαιρετικός τρόπος που έπαιξαν ο αειθαλής Βουτσάς, η Αλεξανιάν, ο Μητρούσης, ο Νούσιας. Αυτό που με συγκλόνισε πάνω απ’ όλα ήταν το κείμενο της Ντενίση για αυτή την τραγωδία, που από το 2006 (βιβλίο Ρεπούση) είναι μια χαίνουσα πληγή στη σκέψη μας που δεν λέει να κλείσει – κοντά 30.000 άνθρωποι τον μήνα βλέπουν εδώ και δύο χρόνια την παράσταση. Κι αυτό γιατί παρουσίασε την Ιστορία από όλες τις πλευρές, αντικειμενικά, χωρίς εθνικισμούς.
«Εμείς νιώθαμε κατώτεροι κι ας ήμασταν κυρίαρχοι, και εσείς νιώθατε σκλάβοι κι ας ήσασταν ανώτεροι» είναι η φράση που βάζει στο στόμα του Νεότουρκου υπηρέτη της η Ντενίση, ο οποίος της διαμαρτύρεται: «Εχετε δύο πατρίδες εσείς: ετούτη που γεννηθήκατε και τη μεγάλη που ονειρεύεστε, την Ελλάδα. Εμείς έχουμε μόνο μία, αυτήν εδώ». Με παππού που πολέμησε μέχρι το Σαγγάριο, η Ντενίση δεν χαρίζεται ούτε στον Βενιζέλο – τον κατηγορεί ότι ήξερε πως θα χάσει τον πόλεμο «και έκαμε εκλογές για να βγάλει την ουρά του απέξω».
Μια ανατριχίλα με διαπέρασε, τέλος, όταν η Μικρασιάτισσα ηρωίδα, πρόσφυγας πια στον Πειραιά, επαναλάμβανε τη φράση: «Σα δεν θέλεις να πεθάνεις, να θυμάσαι, μην ξεχνάς». Βλέπετε, η αποβίβαση του Ελληνικού Στρατού στα τουρκικά παράλια -απαρχή της τραγωδίας- έγινε σε χρονιά που «Ανάσταση και Πρωτομαγιά ήταν μαζί». Οπως φέτος. Αποδιώχνω τη σκέψη, συγκρατώ τα δάκρυα – έχω στεγνώσει, άλλωστε, έπειτα από τόσες ήττες. Κρατώ μέσα μου το αισιόδοξο φινάλε: «Εμείς εδώ δεν φέραμε τις στάχτες της Σμύρνης – φέραμε το φως για να φτιάξουμε εδώ τη Μεγάλη Ελλάδα».
Μανώλης Κοττάκης