Η επανάληψη του πραγματικού ή σκηνοθετημένου (ή μείγματος αυτών) «δραματικού» σκηνικού των διαπραγματεύσεων Ελλάδας – δανειστών ωθεί τους περισσότερους ημεδαπούς και ξένους παρατηρητές στην εκτίμηση ότι, σύντομα, θα ζήσουμε ημέρες του τραγικού οικονομικού καλοκαιριού του 2015 της μηδενικής κρατικής ρευστότητας και της πιθανής ρήξης με την ευρωζώνη.
Ισως η πρόβλεψη να είναι πρόωρη, καθώς η κυβέρνηση διατηρεί τις κοινοβουλευτικές δυνάμεις της και δεν αναπαράγει την περυσινή διγλωσσία της, που προηγήθηκε του δημοψηφίσματος. Ωστόσο, το σχεδόν βέβαιο είναι ότι οι πρώτες θερινές εβδομάδες θα συνοδευτούν από ένταση που μόνο εν μέρει θα οφείλεται στην οικονομία, γιατί στο μεταξύ αναμένεται νέα κορύφωση της προσφυγικής κρίσης. Επομένως, ίσως μιλάμε για συνδυασμό της οικονομικής και της προσφυγικής κρίσης, με την κυβέρνηση να μην έχει τη δυνατότητα να προβλέψει ούτε τον χρόνο ούτε τον τρόπο της κορύφωσής τους.
Η συμφωνία Ε.Ε. – Τουρκίας, τον περασμένο Μάρτιο, και η προοδευτική ανάπτυξη των δυνάμεων του NATO στο ανατολικό Αιγαίο οδήγησαν την Αγκυρα στη μείωση των μεταναστευτικών-προσφυγικών ροών προς τη χώρα μας και την υπόλοιπη Ευρώπη. Η Τουρκία έκλεισε την «κάνουλα» βάσει, ασφαλώς, πολιτικών υπολογισμών και επίδειξης επίπλαστης «καλής θέλησης», μέχρι να σταθμίσει δύο παράγοντες: αφενός, το αν η Ε.Ε. θα προσφέρει το υποσχεθέν αντάλλαγμα της φιλελευθεροποίησης-κατάργησης του καθεστώτος χορήγησης βίζας στους κατόχους τουρκικών διαβατηρίων και, αφετέρου, το αν η Ατλαντική Συμμαχία, και κυρίως οι Ηνωμένες Πολιτείες, θα προσφέρουν άλλα ανταλλάγματα ως προς τα τουρκικά συμφέροντα στη Συρία και τις σχέσεις με τη Ρωσία.
Δυστυχώς, όλες οι διαθέσιμες πληροφορίες από ελληνικές και ξένες διπλωματικές πηγές αναφέρουν ότι η παρούσα ανάπαυλα δεν θα κρατήσει πέρα από τις αρχές του καλοκαιριού. Η κυρίαρχη εκτίμηση μεταξύ των διπλωματών των χωρών της Ε.Ε. είναι ότι, ακόμα κι αν η τουρκική ηγεσία το επιθυμεί πραγματικά, είναι δύσκολο να έχει υλοποιήσει έως τα τέλη Ιουνίου όλες τις προϋποθέσεις για την αλλαγή του καθεστώτος χορήγησης θεωρήσεων στα διαβατήρια των πολιτών της. Σε αντίδραση αυτής της αποτυχίας, ο πρόεδρος Ρ.Τ. Ερντογάν και ο πρωθυπουργός Α. Νταβούτογλου αναμένεται να αντιδράσουν στην εκ νέου αύξηση των μεταναστευτικών ροών προς δυσμάς. Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν, αλλά πότε και πόσοι χιλιάδες άνθρωποι θα κατακλύσουν και πάλι τα ελληνικά νησιά.
Προς αποτροπή ανεξέλεγκτων καταστάσεων, το Βερολίνο και το Παρίσι φέρεται ότι δέχονται την ανάγκη περαιτέρω πίστωσης χρόνου στο δίδυμο Ερντογάν – Νταβούτογλου, κρίνοντας πως η Τουρκία είναι η μόνη που μπορεί (αν, φυσικά, το επιθυμεί) να ελέγξει και περιστείλει τις ροές αυτές. Το θετικό για τα ελληνικά συμφέροντα (και, ταυτόχρονα, για την αξιοπιστία της διπλωματίας της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ε.Ε.) είναι ότι, τουλάχιστον, δεν γίνεται δεκτό το νέο αίτημα της Αγκυρας για την είσπραξη βοήθειας άλλων 3 δισ. ευρώ, μέχρι να πιστοποιηθεί η τουρκική συμμόρφωση προς τους όρους εκταμίευσης του προηγούμενου πακέτου χρηματοδοτικής βοήθειας.
Παράλληλα, εκτός από τις ανησυχίες της ευρωπαϊκής διπλωματίας, και η Ουάσινγκτον εξακολουθεί να προβληματίζεται έντονα για τις προσεχείς κινήσεις Ερντογάν – Νταβούτογλου. Εγκυρες πηγές αναφέρουν ότι ο Τούρκος πρόεδρος ήταν «από αρκετά έως πολύ» αδιάλλακτος κατά την προ μηνός επίσκεψή του στις ΗΠΑ, αρνούμενος κάθε συζήτηση για τα εσωτερικά της χώρας του (ατομικές ελευθερίες, Κούρδοι κ.λπ.) και για την προσωπική (φιλική) στάση του έναντι διάφορων ισλαμικών ομάδων που, στην πραγματικότητα, βρίσκονται στις παρυφές του ISIS. Ελλειψη μετριοπάθειας, κατά τις ίδιες πηγές, επέδειξε ο κ. Ερντογάν και στο Κυπριακό, με την αναβλητικότητα για ουσιαστικές συνομιλίες έως τα τέλη Μαΐου, αν και εξακολουθεί να μην απορρίπτει την πιθανότητα προόδου αργότερα, στα τέλη του 2016. Οι πληροφορίες αυτές προστίθενται στις εκτιμήσεις της νόμιμης κυβέρνησης της Λευκωσίας ότι το ψευδοκράτος και η Αγκυρα ετοιμάζονται για επιθετικές προτάσεις ως προς το πληθυσμιακό (κατοχύρωση των εποίκων) και την παραβίαση θεμελιωδών αρχών του λεγόμενου «κεκτημένου της Ε.Ε.».
Αλέξανδρος Τάρκας
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη.