Παλιοί και νέοι πολιτικοί: Μια σύγκριση που προκαλεί μελαγχολία
Μέσα σε διάστημα ολίγων εβδομάδων χρειάστηκε να «αποχαιρετήσω» δύο ανθρώπους που εκτιμούσα βαθιά για τις απόψεις τους και τη στάση τους απέναντι στα πράγματα: τον Γεράσιμο Αρσένη και τον Γιάννη Αγγέλου. Συμπτωματικά, η εξόδιος ακολουθία και των δύο εψάλη στον Αγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη. Είχα έτσι την ευκαιρία να συναντήσω κόσμο που είχα χρόνια να δω από κοντά. Και από τις δύο παρατάξεις, και την Κεντροδεξιά και την Κεντροαριστερά.
Πρώην πρωθυπουργούς, Προέδρους Δημοκρατίας, υπουργούς, βουλευτές, διοικητές, πολιτικά μεγέθη γενικώς. Ανθρώπους που η ζωή τα έφερε έτσι ώστε να αποτελούν πηγές μου στο ρεπορτάζ σε θυελλώδεις μέρες. Η πρώτη μελαγχολική σκέψη που έκανα κατηφορίζοντας την οδό Σκουφά μετά το τέλος των τελετών και τις δύο φορές είναι πόσο μεγάλο εύρος είχαν οι παρατάξεις στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Πόσο μεγάλο κόμμα ήταν η Ν.Δ. και πόσο μεγάλο κόμμα ήταν το ΠΑΣΟΚ. Θα αποφύγω τον πειρασμό να κάνω επιλεκτικές αναφορές για υπουργούς-κοσμήματα του δημόσιου βίου και των δύο κομμάτων, τους οποίους ξαναείδα. Δεν μπορώ όμως παρά να σημειώσω τούτο:
Η καταραμένη Μεταπολίτευση ανέδειξε μια γενιά μορφωμένων αξιωματούχων που, αν κάνεις την ιεροσυλία και τους συγκρίνεις με την ποιότητα των μελών του σημερινού υπουργικού συμβουλίου, μουτζώνεις τον εαυτό σου. Ειδικά αν ανήκεις σε αυτούς που επέλεξαν με βάση το σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ «ξεμπερδεύουμε με το παλιό». Δεν ανήκω μεν σε αυτούς, αλλά, βλέποντας εκείνους τους ανθρώπους και συγκρίνοντάς τους με ορισμένους… λέτσους που παριστάνουν τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου (αλλά και μερικά «βούτυρα» που υποδύονται τους κορυφαίους της Κεντροδεξιάς), δεν μπορείς, δεν γίνεται να μη μελαγχολείς. Δικαιώνεις τον Γιώργο Μαργαρίτη για τον στίχο του «Εχουν πιάσει το ταβάνι τα μηδενικά και οι νάνοι».
Η δεύτερη σκέψη που έκανα φεύγοντας από την εκκλησία ήταν παράδοξη: Και οι δύο αυτοί κόσμοι που βρέθηκαν συμπτωματικά στον ίδιο χώρο για να αποχαιρετήσουν τον υπουργό του Ανδρέα Γεράσιμο Αρσένη και τον εξ απορρήτων του Καραμανλή Γιάννη Αγγέλου εφάπτονται, αν δεν ταυτίζονται μερικώς, σήμερα. Ανήκουν στην ίδια σχολή σκέψης. Δέκα ή είκοσι χρόνια πριν οι ίδιοι άνθρωποι ήταν φανατικοί αντίπαλοι, μην πω εχθροί – με δυσκολία άλλαζαν μια «καλημέρα».
Σήμερα τα έφεραν οι συνθήκες έτσι ώστε όχι μόνο να μιλούν αλλά να έχουν έως και κοινή αντίληψη για την πορεία της πατρίδας: κατά της πατρωνίας, υπέρ της εθνικής ανεξαρτησίας, καμία σχέση με οργανωμένα συμφέροντα, διαπλοκές και πρεσβείες. Ρίξτε μια ματιά στις τελευταίες αναμετρήσεις και τις δημοσκοπήσεις. Θα παρατηρήσετε ότι οι σκληροί αυτοί πυρήνες τού τότε συμπορεύονται σήμερα. Η λαϊκή ψυχή (όρος που συναντάται το πρώτον στην εφημερίδα «Νέα Μέρα» το 1918) ενώνεται και αναζητεί κάποιον να την εκφράσει. Προσπαθεί βεβαίως ο Τσίπρας. Στην κηδεία του Αρσένη εκφώνησε επικήδειο και μίλησε έως και για
«σοσιαλισμό με ριζοσπαστισμό». Αλλά δύσκολα νομίζω ότι προλαβαίνει να ενώσει. Σε άλλον θα λάχει ο κλήρος.
Μανώλης Κοττάκης