
Η πρόσφατη απόφαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) να απορρίψει το αίτημα του οίκου Gucci για την πραγματοποίηση επίδειξης μόδας στην Ακρόπολη θα πρέπει να σηματοδοτήσει την αρχή μίας μεγάλης αλλά με τέλος (!) συζήτησης για την εκμετάλλευση των μνημείων μας.Καταρχάς η πρόταση Gucci: Η επίδειξη θα είχε διάρκεια ένα τέταρτο, η πασαρέλα επρόκειτο να στηθεί ανάμεσα στο Ερέχθειο και στον Παρθενώνα, τα καμαρίνια θα ήταν στο παλαιό Μουσείο της Ακρόπολης, την επίδειξη θα παρακολουθούσαν 300 καλεσμένοι, ανάμεσά τους προσωπικότητες του Χόλιγουντ με διεθνή κοινωνική δράση, δημοσιογράφοι και εκδότες από όλο τον κόσμο. Οπως συμπλήρωνε, με την αποδοχή του αιτήματός του δεσμευόταν ως ένδειξη ευγνωμοσύνης και σεβασμού προς την πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας να προβεί σε χορηγία 2.000.000 ευρώ για τα αναστηλωτικά έργα της Ακρόπολης ή σε οργανισμό που θα υπεδείκνυε η υπηρεσία.
Παράλληλα, θα αναλάμβανε τη διαφημιστική δαπάνη ύψους 55.000.000 ευρώ για την προβολή των μνημείων και της Αθήνας.
Το σκεπτικό της απόφασης του ΚΑΣ: «Ο ιδιαίτερος πολιτιστικός χαρακτήρας των μνημείων της Ακρόπολης δεν συνάδει με τη συγκεκριμένη εκδήλωση, καθώς πρόκειται για μοναδικά μνημεία και σύμβολα παγκόσμιας κληρονομιάς, μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO».
Πέρα από τα προφανή και αυτονόητα, τόσο για τον σεβασμό της πολιτιστικής κληρονομιάς μας όσο και για τον ρόλο της μόδας στις σύγχρονες κοινωνίες αλλά και τη σχέση της με τις τέχνες, από το γεγονός προκύπτουν κάποια ερωτήματα στα οποία επιτέλους πρέπει να απαντήσουμε, με όλο τον σεβασμό στους αρχαιολόγους, την επιστήμη και το έργο τους που έχει συμβάλει στην ανάδειξη και πολλές φορές ακόμη και στη διάσωση των μνημείων της πατρίδας μας.
Τα αναμφισβήτητα αυτά γεγονότα τούς έχουν αναγορεύσει σε κάποιου είδους «ιερατείο», το οποίο είναι εξουσιοδοτημένο για λογαριασμό όλων μας να αποφαίνεται κατά το δοκούν κάθε φορά τι συνιστά προσβολή και τι προστασία των μνημείων μας;
Για ποιο λόγο και στο όνομα ποιας λογικής τούς έχει ανατεθεί το αποκλειστικό και ανέλεγκτο (!) δικαίωμα να ακυρώνουν προτάσεις με πολλαπλά οφέλη για τη χώρα μας; Από πού παίρνουν την εξουσία να καθορίζουν εξ ονόματός μας αλλά και εξ ονόματος των προγόνων μας με ποιον τρόπο θα τους αξιοποιήσουμε; Θα τολμούσαν να ειπωθούν στην Αγορά της Αρχαίας Αθήνας απόψεις τόσο κοντόφθαλμες, εκτός τόπου και χρόνου κυριολεκτικά, όπως αυτές που εκφράστηκαν στο ΚΑΣ περί «χυδαιότητας» του αιτήματος και περί «προσβολής» από τον ξένο οίκο; Ή μήπως έχουν τη μέχρις αλαζονείας αφέλεια να πιστεύουν πως επειδή ανασκάπτουν το παρελθόν έχουν μερίδιο και στη… δημιουργία του; Ειδικώς αυτή την τελευταία πνευματική αγκύλωση που ονομάζεται «προγονοπληξία» την έχουμε πληρώσει επαρκώς στο διάβα του έθνους μας.
Μήπως η πατρίδα μας, πολύ περισσότερο στην τρέχουσα συγκυρία, επιβάλλεται να ρίξει στη μάχη για να ορθοποδήσει ό,τι έχει και δεν έχει; Οχι, φυσικά, κοψοχρονιά ούτε δίχως την αξιοπρέπεια που ευτυχώς χαρακτηρίζει τον λαό μας ακόμη και στην αντιμετώπιση της πιο ακραίας φτώχειας.
Μήπως κάποιες ισχυρές συντεχνίες επιστημόνων θα πρέπει, βγαίνοντας από την υπηρέτηση του μικρόκοσμου και των στερεοτύπων τους, να αναζητήσουν καλύτερους τρόπους επικοινωνίας με την κοινωνία και τις ανάγκες της; Σε τι ωφελεί άλλωστε η γνώση, όταν δεν τη μοιράζεσαι; Με όλο τον κόσμο στην κυριολεξία, όπως θα συνέβαινε με τη ματαιωθείσα επίδειξη, δυστυχώς για όλους μας.
Γιώργος Κ. Στράτος
* Δικηγόρος – δημοσιογράφος


