Αν οι Ελληνες επιβιώσουν, δεν θα είναι επειδή είχαν ισχυρούς συμμάχους ή καλές επενδύσεις. Θα είναι επειδή θα βρουν τρόπο να αντισταθούν στην τυραννία της μόδας και της σήψης
- Παναγιώτης Λιάκος
Η ελληνική κοινωνία σήμερα ζει σ’ ένα πολιτισμικό σκέλεθρο που συνεχίζει να κινείται από την αδράνεια της παλιάς του δόξας. Οι ταγοί της, τα κόμματα, οι λόγιοι, τα μέσα μαζικής εξημέρωσης (όχι ενημέρωσης), έχουν όλοι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, εγκαταλείψει τον μόχθο και τον αναγκαίο κίνδυνο της υπεράσπισης της αλήθειας και έχουν προσχωρήσει άνευ όρων σε μια κυνική διαχείριση της παρακμής και προσπορισμού του υλικού κέρδους που τους αναλογεί.
Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει κανείς πια για την παρακμή. Ζούμε εντός της. Η εθνική επιβίωση δεν είναι επιθυμία ή όραμα. Είναι όρος ύπαρξης. Και η μόνη διέξοδος δεν βρίσκεται στο σήμερα. Διότι το σήμερα έχει εξαντληθεί. Εξαντλήθηκε σε συνθήματα, σε ιδεολογήματα, σε δάνεια και σε προσχηματική πολιτική.
Η λύση είναι κρυμμένη σε δημόσια θέα: στο προχθές και το μεθαύριο. Το προχθές: η αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο. Οχι ως μουσειακές αναφορές, αλλά ως ενεργές κοσμοθεωρίες. Ως τρόποι του είναι. Η αρχαιοελληνική θεμελιώδης παραδοχή ότι ο κόσμος έχει νόημα, Λόγο, νόμο και μέτρο. Οτι η αλήθεια δεν είναι γνώμη ή συμφέρον, αλλά φανέρωση. Το βυζαντινό ήθος της κοινότητας, της ασκητικής λιτότητας, της σχέσης ως τρόπου σωτηρίας. Εκεί, στο προχθές, οι Ελληνες αναδείχθηκαν ως επινοητές ενός τρόπου που κατανοούσε τον κόσμο και οικοδομούσε το μέλλον.
Και το μεθαύριο: η υψηλή τεχνολογία, η Τεχνητή Νοημοσύνη, οι κβαντικοί υπολογιστές, οι ψηφιακές λεωφόροι και κοινότητες. Ο καινούργιος άνθρωπος, που ήδη σχηματίζεται πίσω από τις οθόνες και τους αλγορίθμους, είναι μια υπαρξιακή πρόκληση. Εάν οι Ελληνες έχουν κάτι ακόμη να προσφέρουν στον κόσμο, είναι αυτό ακριβώς: να δώσουν νόημα στην ταχύτητα, όριο στην ισχύ, ήθος στη χρήση της τεχνολογίας.
Διότι ο ελληνικός τρόπος, όταν είναι αυθεντικός και όχι επιτηδευμένος, ειδικεύεται σ’ αυτό: στο να εισέρχεται θαρραλέα στο άγνωστο και να το καθιστά ανθρώπινο. Από τον Θαλή και τον Ηράκλειτο ως τον Μάξιμο τον Ομολογητή και τον Γρηγόριο Παλαμά, το ελληνικό «προχθές» ήταν πάντα ικανό να μιλήσει για αυτό το «μεθαύριο» με σοφία και ευθύνη.
Ομως, σήμερα, ποιοι θα το κάνουν αυτό; Η πολιτική τάξη; Εκείνοι που συναγωνίζονται σε μικροκομματισμό, εθελοδουλία και ιδεολογικά κακέκτυπα εισαγωγής; Οι αντινατιβιστές εκτελεστές ξένων κελευσμάτων, που ονειρεύονται μια Ελλάδα χωρίς ελληνικότητα, ασύνδετους πληθυσμούς χωρίς κοινωνικούς δεσμούς, μια αξιοθρήνητη αποικία σε διαρκή συρρίκνωση; Ανίκανοι να αρθρώσουν λόγο με ρίζες και προοπτική, ειδικεύονται στα ξύλινα κλισέ και τα εθνομηδενιστικά φληναφήματα. Κάθε ομιλία τους εκθέτει τη σωρευμένη βουλιμία των φαύλων γενεών, που τους ώθησαν μέχρι τα ύπατα αξιώματα που -κακώς, κάκιστα- έλαβαν.
Τα συστημικά Μέσα Μαζικής Εξαθλίωσης; Αυτά αυτοκολακεύτηκαν τόσο πολύ επαναλαμβάνοντας σαν βεδική μάντρα ότι είναι «σοβαρά» και «έγκυρα» ώστε πίστεψαν το κολοσσιαίο ψέμα ακόμα και τα ίδια – για να μη γίνει λόγος για τα θύματα, τους καταναλωτές της προπαγάνδας τους. Μνημεία υποκουλτούρας και αισθητικού εκφυλισμού, παπαγαλίζουν διαφημιστικά τσιτάτα, παίζουν ριάλιτι και παραπληροφορούν με τη λογική της αγοράς και των εντολέων τους.
Η πνευματική «ελίτ»; Ενα σώμα ανεπίστροφα αλλοτριωμένο, ξεκομμένο από την κοινωνία, εγκλωβισμένο σε πανεπιστημιακούς επαρχιωτισμούς και σε ρηχές αναμασήσεις της δυτικής σκέψης, χωρίς δημιουργική αφομοίωση, χωρίς ουσιαστική συμβολή στην έρευνα, χωρίς θετική για το σύνολο παρέμβαση, χωρίς αυθυπαρξία.
Η επανελλήνιση της παιδείας είναι όρος εθνικής συνέχειας. Παιδείας όχι ως επαγγελματικής κατάρτισης ή τεχνοκρατικής εκπαίδευσης, αλλά ως μύησης σε τρόπο. Να μάθουμε ξανά στα παιδιά μας τι είναι το μέτρο, η αρμονία, ο διάλογος, το πρόσωπο, η ευθύνη, το έθνος, η πίστη, η αποστολή μας ως άτομα και σύνολο. Να μάθουμε να διαβάζουμε Πλάτωνα, όχι για να τον θαυμάζουμε, αλλά για να προσανατολιζόμαστε στην αλήθεια με τη δική του πυξίδα. Να προσεγγίσουμε την πατερική θεολογία όχι ως μεταφυσικό σχήμα, αλλά ως υπαρξιακή πρόταση, εφαρμόσιμη απ’ όλους.
Μαζί με την παιδεία να επανελληνιστεί η δημόσια σφαίρα, η πολιτική, η αισθητική του δημόσιου χώρου, η καθημερινότητα. Οχι επιστροφή στο παρελθόν, αλλά άντληση ζωής από αυτό. Διότι το προχθές, όταν είναι ζωντανό, γίνεται μεθαύριο. Και το μεθαύριο, χωρίς ρίζες, γίνεται εφιάλτης.
Δεν χρειαζόμαστε «καινοτομία» που απλώς μιμείται τη Δύση. Χρειαζόμαστε παραδοχή της διαφοράς μας. Οχι με όρους υπεροχής, αλλά με επίγνωση της ιδιαίτερης προσφοράς μας: να κατανοούμε την ελευθερία όχι ως αυθαιρεσία, αλλά ως εθελούσια σχέση. Να εννοούμε την πρόοδο όχι ως ταχύτητα, αλλά ως ποιότητα σχέσης με το όλον.
Αν οι Ελληνες επιβιώσουν, δεν θα είναι επειδή είχαν ισχυρούς συμμάχους ή καλές επενδύσεις. Θα είναι επειδή βρήκαν τρόπο να ενώνουν το προχθές με το μεθαύριο. Επειδή αντιστάθηκαν στην τυραννία της μόδας και της σήψης και πρόταξαν ξανά τρόπο ζωής.
Αυτό είναι το στοίχημα: όχι απλώς να επιβιώσουμε, αλλά να ζήσουμε ως Ελληνες.