Ο… πόλεμος των tabloids

Το κλείσιμο της “News of the World” δεν χρειάζεται ούτε πρέπει να σηματοδοτήσει το τέλος της δημοσιογραφίας του ταμπλόιντ. Εχει μια εξαιρετική παράδοση, που ξεκινά από το 19ο αιώνα και φτάνει στο απόγειό της στη δεκαετία του ’50». Το σχόλιο ανήκει στον αρθρογράφο της σοβαρής πολιτικής εφημερίδας «The Guardian» Ρόι Γκρίνσλεϊντ, που υπογραμμίζει ότι οι ταμπλόιντ υπήρξαν λαϊκές, «ειλικρινείς» εφημερίδες και στήριξαν την ερευνητική δημοσιογραφία. Αρκεί να κρατούσαν «το μέτρο» ανάμεσα στον αισθησιασμό «των κοριτσιών με μαγιό» και στα σοβαρά κοινωνικά ρεπορτάζ.

Κατά μία άποψη, η παράδοση των tabloids ξεκινά ήδη από το 1820, όταν τα πρώτα κυριακάτικα φύλλα της εποχής -που αντιμετώπιζαν ακόμη απαγορεύσεις στην κυκλοφορία λόγω της… αργίας του Σαββάτου- μετέδιδαν σκανδαλιστικές λεπτομέρειες από την παράνομη σχέση της βασίλισσας Καρολίνας με τον εραστή της. Η «News of the World» πρωτοκυκλοφόρησε το 1843, ακολούθησε η «Daily Telegraph» το 1855 και η «Daily Mail» το 1896. Η βικτοριανή λαϊκή δημοσιογραφία απευθύνθηκε για πρώτη φορά στο ευρύ κοινό με λαϊκό «ρεπερτόριο»: εγκλήματα, εκτελέσεις και ερωτικά δράματα.

Μέχρι το 1930, η ιστορία των ταμπλόιντ δεν πρόδιδε τη σημερινή τους εξέλιξη. Η «Daily Herald», πρόγονος της δεξιάς «Sun», ξεκίνησε ως εφημερίδα των εργατικών συνδικάτων, ενώ η «Daily Mail» υποστήριζε, προπολεμικά, τη Βρετανική Ενωση Φασιστών.

Για πολλούς η πρώτη πραγματική ταμπλόιντ πάντως υπήρξε η «Daily Mirror», μια αρχικά γυναικεία εφημερίδα, που το 1934, υπό τον Χάρι Μπαρθόλομιου, άρχισε να αλιεύει κάθε παράδοξη, αισθησιακή είδηση.

Οι οδηγίες έλεγαν πως οι τίτλοι πρέπει να είναι τεράστιοι (κάλυπταν το 40% της σελίδας!) και τα κείμενα να μην ξεπερνούν τις εκατό λέξεις. Ο Μπαρθόλομιου συσπείρωνε το κοινό του σε δημόσιες εκστρατείες, όπως εκείνη κατά του λιντσαρίσματος, δημοσιεύοντας πρωτοσέλιδο με την εκτέλεση ενός μαύρου στις ΗΠΑ. Την ίδια εποχή, η «Sunday Pictorial» δημοσιεύει την πρώτη γυμνόστηθη γυναίκα, κάτι που θα ακολουθήσει αρκετά αργότερα η «Sun» με το «Κορίτσι της Τρίτης Σελίδας».

Η πρώτη «καμπάνα» της λογοκρισίας έρχεται το 1949, όταν η «Mirror» κατηγορείται από τη Βασιλική Επιτροπή για «παρενόχληση της ιδιωτικής ζωής». Στο μεταξύ, η «People», υπό τον Σαμ Κάμπελ, εγκαινιάζει σύγχρονες μεθόδους αποκαλυπτικής δημοσιογραφίας, μετατρέποντας τους ρεπόρτερ σε ντέτεκτιβ. Αρχίζουν να υιοθετούνται οι μαγνητοφωνημένες συνομιλίες, το 1964 αποκαλύπτεται υπόθεση διαφθοράς στη μητροπολιτική αστυνομία και το 1975 η υπόθεση «smoking beagles», σχετικά με ένα εργαστήριο πειραμάτων που έβαζε σκυλιά (ράτσας μπιγκλ) να εισπνέουν καπνό.

Στο μεταξύ όμως, από το 1969, είχε έρθει η εποχή του Ρούπερτ Μέρντοχ. Αγοράζει τη «News of the World» και την -καινούργια τότε- «Sun», την οποία απογειώνει διακηρύσσοντας πως «η παράδοση σκανδαλοθηρίας της λαϊκής δημοσιογραφίας είναι μια τιμημένη παράδοση». Η «Εβδομάδα Αφαλού», τα «Επτά Μπικίνι» και άλλοι τέτοιοι τίτλοι τη φτάνουν, το 1978, σε πωλήσεις-ρεκόρ 4.000.000 φύλων. Υποστηρίζει τον θατσερισμό, απευθύνεται σε ευρύ λαϊκό κοινό, αλλά οδηγείται και στα δικαστήρια με μηνύσεις, όπως αυτή που της έκανε ο Ελτον Τζον, το 1987, για τη δημοσιοποίηση της προσωπικής του ζωής. Στις αρχές του ’90, οι ταμπλόιντ έχουν φτάσει στη σημερινή τους μορφή και φυσικά τίποτα δεν προοιωνίζεται την… πτώση, αλλά το «μέτρο» παραμένει συχνά ένα ζητούμενο.

Μυρτώ Μπούτση


Οι ύποπτες τεχνικές και οι διαφορές με τις άλλες χώρες

Καθώς φορτώνει αναψυκτικά στο ψυγείο του, ο Τόμας Τρέντγουελ, εφημεριδοπώλης στο Λονδίνο, ανασηκώνει τους ώμους του για να δείξει πως δεν μπορεί να καταλάβει πόσο το σκάνδαλο με τις υποκλοπές επηρεάζει τις υπόλοιπες εφημερίδες του Ρούπερτ Μέρντοχ. Οι πωλήσεις εφημερίδων έχουν, εξάλλου, βελτιωθεί, καθώς οι Βρετανοί προσπαθούν να ερμηνεύσουν το σκάνδαλο.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, βεβαίως, η κυβέρνηση δεν στοχεύει απλώς στο να ερμηνεύσει το σκάνδαλο, αλλά και στο να αναμορφώσει τις βρετανικές εφημερίδες, οι οποίες δέχονται συνεχή κριτική για τη μεθοδολογία τους. Πόσο καλύτερες ή χειρότερες, όμως, είναι οι βρετανικές ταμπλόιντ από τις άλλες και γιατί χρησιμοποιούν ύποπτες μεθόδους;

Στην Αμερική, οι αντίστοιχες εφημερίδες παρουσιάζουν μία πιο εκλεπτυσμένη εικόνα. Ο Τομ Ρόζενστιλ, του Ερευνητικού Κέντρου Πιού, υποστηρίζει πως η διαφορά σχετίζεται με τα χρήματα. Οι βρετανικές εφημερίδες βασίζονται στις πωλήσεις τους και χρειάζονται τον εντυπωσιασμό, αλλά οι αμερικανικές βασίζονται στη διαφήμιση, η οποία πληρώνει για «σεβαστό» χώρο, όπου θα βάλει κάποιο προϊόν.

Στη Γαλλία, η νομοθεσία είναι εκείνη που προσδιορίζει αλλά και περιορίζει το περιεχόμενο των εφημερίδων, οπότε και τις μεθόδους για την έρευνα. «Οι δημοσιογράφοι δεν χρησιμοποιούν τις ίδιες μεθόδους με τις βρετανικές ταμπλόιντ. Δεν επιτρέπουμε απλώς το οτιδήποτε, υπάρχει ένας ευρύς σεβασμός» υποστηρίζει ο Φρεντερίκ Γκερσέλ, ο οποίος εργάζεται στην εφημερίδα «Le Parisien», αλλά προηγουμένως εργαζόταν για το περισσότερο εντυπωσιακό «Paris Match».

Στη Γερμανία, η διάσημη «Bild», με τις γυμνές γυναίκες στο πρωτοσέλιδο, «μπορεί, ασφαλώς, να παραβγεί τη “Sun”», όπως παρατηρεί η Αμάντα Μπολ, λέκτορας Νομικής του Τύπου στο πανεπιστήμιο Νότινγχαμ Τρεντ, αλλά οι νόμοι της χώρας για την προσωπική ζωή των Γερμανών της επιβάλλουν να κρατά και μυστικά: Οταν, για παράδειγμα, πριν γίνει καγκελάριος, ο Γκέρχαρντ Σρέντερ είχε παράνομη σχέση με κάποια δημοσιογράφο, κανένα άρθρο δεν σχολίασε τις ερωτικές του περιπέτειες.

Στην Ιταλία, η εξωστρεφής προσωπικότητα του πρωθυπουργού της χώρας φαίνεται να αλλάζει τους ρόλους ανάμεσα στα ταμπλόιντ και τις αριστοκρατικές εφημερίδες. Καθώς ο μεγαλύτερος ιδιωτικός δημοσιογραφικός όμιλος, η Mediaset, ανήκει στον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, τα ρεπορτάζ για την προσωπική ζωή του Ιταλού πρωθυπουργού καλύπτονται από εφημερίδες οι οποίες δεν του ανήκουν, όπως οι «Corriere della Sera», «La Repubblica» και «La Stampa». Καθώς, όμως, οι πτυχές τις προσωπικής ζωής απαιτούν ύποπτες μεθόδους για να αποκαλυφθούν, οι σοβαρές εφημερίδες είναι εκείνες οι οποίες βασίζουν το περιεχόμενό τους σε υποκλοπές.

Αλέξανδρος Μόρντουντακ


«Πάρτε το story με όποιο κόστος»!

Το «θέλουμε αποκλειστικά, όχι δικαιολογίες» δεν ήταν παρά μόνο ένα από τα μότο πάνω στα οποία στηρίχτηκε η «News of the World» στα 168 χρόνια της κυριαρχίας της στον βρετανικό Τύπο. Στις 10 Ιουλίου 2011 η μεγαλύτερη ταμπλόιντ εφημερίδα της Βρετανίας τύπωσε το τελευταίο της φύλλο, ρίχνοντας ουσιαστικά τους τίτλους τέλους για ένα έντυπο του οποίου οι δημοσιογράφοι αποκτούσαν «με οποιοδήποτε κόστος» τις πληροφορίες που χρειάζονταν για να γράψουν τα ρεπορτάζ τους.

Η βασική οδηγία προς τους δημοσιογράφους πριν βγουν στους δρόμους ήταν «πάρτε την ιστορία με όποιο κόστος, πληρώνουμε περισσότερα από οποιονδήποτε άλλο», όπως θυμάται ο Νταν Αρνολντ, που έπιασε δουλειά ως νέος ρεπόρτερ στη «News of the World» κατά την περίοδο 1994-96, κι ενώ ήταν μόλις 23 ετών.

«Εκείνη την εποχή ήμουν από τους νεότερους δημοσιογράφους της Fleet Street. Πριν πάω εκεί, έκανα ρεπορτάζ για περίπου τρία χρόνια, καλύπτοντας θέματα εντός του Λονδίνου, που αφορούσαν ανθρωποκτονίες, δίκες κ.λπ. Στη “News of the World” όμως τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Οι δημοσιογράφοι της ήταν ταυτόχρονα φοβισμένοι και απαίσιοι! Οι άνθρωποι έξω στον δρόμο, οι πηγές μας, σπάνια μας μιλούσαν και γι’ αυτό έπρεπε να βρίσκουμε διαρκώς άλλους τρόπους προκειμένου να κάνουμε το ρεπορτάζ» δήλωσε ο Αρνολντ στο BBC, ενθυμούμενος το πέρασμά του από τη «News of the World», εξηγώντας όμως πως «ποτέ δεν μας ζητήθηκε να κάνουμε κάτι παράνομο. Αν και η φράση “με όποιο κόστος” σημαίνει αυτό που σημαίνει»!

Ο Νταν Αρνολντ διευκρίνισε ωστόσο πως πάντα η «News of the World» δεν έγραφε ψέματα. «Δημοσίευε μόνο ό,τι μπορούσε να αποδείξει. Ως δημοσιογράφος μπορεί να συνέλεγες ό,τι “στοιχεία” ήθελες, χωρίς όμως αδιάψευστες αποδείξεις το ρεπορτάζ σου κατέληγε στα σκουπίδια».

Οσο για τα ζητήματα ηθικής, για τα οποία έχει γίνει πολύς λόγος; «Ποια ηθική; Σπάνια υπήρχαν ενδοιασμοί» δήλωσε ο πρώην δημοσιογράφος της εφημερίδας, θέτοντας το ερώτημα: «Ποιος θα νοιαζόταν για το ηθικό κομμάτι της δουλειάς, όταν θα αποκαλύπτονταν διεφθαρμένος πολιτικός ή ένας παιδόφιλος;»

«Μυστικοπάθεια και παράνοια» είναι οι λέξεις που περιγράφουν και το κλίμα που επικρατούσε -τουλάχιστον την εποχή εκείνη- στα γραφεία της εφημερίδας, σύμφωνα με τον Αρνολντ, που τόνισε πως «κανείς μας δεν ήξερε τι θέμα έγραφε ο διπλανός του, εκτός κι αν συνεργαζόμασταν για το συγκεκριμένο ρεπορτάζ. Υπήρχε φοβερός ανταγωνισμός!».

Γιώργος Τραπεζιώτης


ΣΕ ΑΡΙΘΜΟΥΣ

1/2 πένα -μόνο- στοίχιζε ένα φύλλο της λαϊκής «Daily Mail» στα τέλη του 19ου αιώνα

250 λίρες τον χρόνο ήταν το ανώτερο ετήσιο εισόδημα των αναγνωστών ταμπλόιντ της δεκαετίας του 1930

100 λέξεις και ούτε μία παραπάνω ήταν η χρυσή συνταγή για τα εύπεπτα κείμενα της «Daily Mirror»

2 σελίδες την ημέρα έπιαναν, προπολεμικά, οι ειδήσεις που έστελναν στη «Mirror» οι ίδιοι οι αναγνώστες της

940.000 λίρες κόστισαν οι προσφορές, πλυντήρια, ασφάλειες ζωής, μεταξωτές κάλτσες, που μοίραζε με τα φύλλα της η «News of the World» το διάστημα 1928-1939

4.000.000 φύλλα, κυκλοφορία-ρεκόρ, έφτασε η «Sun» του Ρούπερτ Μέρντοχ το 1978

1.000.000 λίρες ήταν το ποσό του διακανονισμού που πλήρωσε η «Sun» στον Ελτον Τζον για την παραβίαση της προσωπικής του ζωής

{{-PCOUNT-}}33{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

spot_img
spot_img
spot_img

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα