Ενα πολλά υποσχόμενο τεστ για τον καρκίνο του προστάτη, που ενδεχομένως να αντικαταστήσει στο απώτερο μέλλον τη μέτρηση PSA, δημιούργησαν επιστήμονες από το Κέντρο Μεταγραφικής Παθολογίας του Μίσιγκαν. Πρόκειται για ένα τεστ ούρων που για πρώτη φορά μετρά συγκεκριμένους δείκτες, οι οποίοι σχετίζονται αποκλειστικά και μόνο με τον καρκίνο, και επομένως αποφεύγει την αβεβαιότητα που πολλές φορές προκύπτει από αυξημένο PSA, το οποίο τελικά οφειλόταν σε άλλες αιτίες.
Ηδη το τεστ δοκιμάστηκε σε 1.065 Αμερικανούς που είχαν προηγουμένως διαγνωστεί με υψηλά επίπεδα PSA και τους κατέταξε σε τρεις υποκατηγορίες: σε ομάδες υψηλού, μέσου και χαμηλού κινδύνου. Στη συνέχεια οι εθελοντές υποβλήθηκαν σε βιοψία, για να επιβεβαιώσουν σε ποιον βαθμό είχε γίνει σωστή διάγνωση της επικινδυνότητας της κατάστασής τους. Οι βιοψίες έδειξαν ότι είχε αναπτύξει καρκίνο μόνο το 21% της ομάδας χαμηλού κινδύνου, το 43% της ομάδας μέσου κινδύνου και το 69% των ασθενών υψηλού κινδύνου.
Με άλλα λόγια, το τεστ βγάλει διάγνωση με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια από την αρχική μέτρηση PSA.
Μάλιστα, όπως τονίζουν οι ερευνητές, τα αποτελέσματα έδειξαν επίσης και την επιθετικότητα του καρκίνου, όπως αυτή αντανακλάται στην κλίμακα Gleason, κάτι που ακόμη και οι βιοψίες δεν μπορούν να πετύχουν με αξιοπιστία.
Το τεστ μετρά δύο βιοδείκτες που έχουν άμεση σχέση με τον καρκίνο του προστάτη. Ο πρώτος δείχνει τη συγχώνευση δύο γονιδίων, των TMPRSS2 και ERG, η οποία παρατηρείται στις μισές περιπτώσεις καρκίνου του προστάτη, και είναι πιθανό, όπως εικάζουν οι επιστήμονες, να ευθύνεται ακόμη και για την πρόκληση του καρκίνου. Ο δεύτερος δείκτης ονομάζεται PCA3 και εντοπίζεται στο 95% των καρκινοπαθών. Οι ερευνητές έχουν εντοπίσει ακόμη 25 γενετικές προσμείξεις, τις οποίες ελπίζουν να ενσωματώσουν σε μελλοντική μορφή του τεστ, για μεγαλύτερη ακρίβεια.
Το επιστημονικό επίτευγμα χαρακτηρίστηκε «σημαντικό βήμα» από πολλούς ερευνητές. Πάντως, διευκρινίζουν οι δημιουργοί του, θα χρειαστεί να περάσουν πολλά χρόνια ακόμη ώσπου να φτάσει να χρησιμοποιείται ευρέως στη διάγνωση του καρκίνου.
Μυρτώ Μπούτση