Mπορεί η Ιταλία να ανακόψει το σπιράλ της καθοδικής της πορείας; αναρωτιέται το γερμανικό «Spiegel». Με τα σημερινά δεδομένα η απάντηση είναι «όχι». Η βιομηχανική παραγωγή συρρικνώνεται κάθε μήνα που περνά, η ανεργία αυξήθηκε από 8% σε 10% μέσα σε έναν χρόνο, στους νέους το ποσοστό έχει αγγίξει το 36%. Το ΑΕΠ μειώνεται καθώς η ύφεση βαθαίνει, ενώ όλοι οι δείκτες κατανάλωσης και επιπέδου διαβίωσης πέφτουν. Το μόνο που αυξάνει με μαθηματική ακρίβεια είναι το χρέος, στο 120% του ΑΕΠ σήμερα, κι όπως όλα δείχνουν θα ξεπεράσει τα 2 τρισ. Ευρώ.
Κι όμως το Βερολίνο κλείνει τα μάτια, διαβεβαιώνοντας ότι οι μεταρρυθμίσεις αποδίδουν. Το επιτόκιο δανεισμού της Ιταλίας παραμένει σε επίπεδα ρεκόρ, στο απαγορευτικό 6%. Ολα δείχνουν ότι οι αγορές είναι έτοιμες να οδηγήσουν τη χώρα στους μηχανισμούς στήριξης. Αυτήν την προοπτική έθιξε σε δηλώσεις της η Αυστριακή υπουργός Οικονομικών Μαρία Φέκτερ, προκαλώντας την οργισμένη αντίδραση του Ιταλού πρωθυπουργού Μάριο Μόντι. «Θεωρώ εντελώς ανάρμοστο μία υπουργός Οικονομικών ευρωπαϊκής χώρας να σχολιάζει την κατάσταση ενός άλλου κράτους-μέλους» είπε ο Ιταλός πρωθυπουργός, επιμένοντας ότι η Ιταλία δεν έχει ανάγκη ένα σχέδιο διάσωσης για να ξεπεράσει την κρίση χρέους.
«Η Ιταλία, ακόμη και στο μέλλον, δεν θα έχει ανάγκη μια βοήθεια από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας EFSF» είπε ο ίδιος στο γερμανικό ARD. Ο Μόντι πάντως είναι ανήσυχος και γι’ αυτό ζήτησε από τους αρχηγούς των κομμάτων τη στήριξη στην κυβέρνηση των τεχνοκρατών, ώστε να ενισχυθεί η θέση της Ιταλίας μέσα σε αυτό το πλαίσιο της οικονομικής αναταραχής.
Από την πλευρά του, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε επαναλαμβάνει σε συνέντευξή του στην ιταλική εφημερίδα «La Stampa» ότι η Ιταλία δεν θα βρεθεί σε κίνδυνο, εάν συνεχίσει την πολιτική της λιτότητας και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. «Με την κυβέρνηση Μόντι η Ιταλία έκανε τεράστια πρόοδο. Αυτό αναγνωρίζεται παντού στην Ευρώπη και στις αγορές» λέει ο Σόιμπλε, εκφράζοντας την ελπίδα ότι «οι πολιτικές δυνάμεις του ιταλικού Κοινοβουλίου και η κοινή γνώμη θα συνεχίσουν να τον υποστηρίζουν με θέρμη, διότι ο δρόμος της επιστροφής προς μία βιώσιμη ανάπτυξη μέσω των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας και του περιορισμού του δημοσιονομικού ελλείμματος είναι ο σωστός».


