Ανδρες και γυναίκες 30-45 ετών που έχασαν τη δουλειά τους και δεν μπορούν πια να συντηρήσουν τις οικογένειές τους. Εξηντάρηδες που απολύθηκαν λίγο πριν βγουν στη σύνταξη. Ναυτικοί που «ξέμειναν» στη στεριά, πρώην εργαζόμενοι του κατασκευαστικού κλάδου, μικρομεσαίοι επιχειρηματίες που «πνίγηκαν» στα χρέη. Είναι οι κυριότεροι «εκπρόσωποι» των νεοαστέγων, των ανθρώπων της διπλανής πόρτας που είδαν τη ζωή τους να «γκρεμίζεται» μέσα σε λίγους μήνες εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, των Μνημονίων και της σκληρής λιτότητας.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΜΚΟ Κλίμακα, οι άστεγοι στη χώρα μας πλησιάζουν σήμερα τους 20.000, με τάση να αυξηθούν το επόμενο διάστημα κατά 20%-25%. «Αυτή η αύξηση αποδίδεται κυρίως στην εμφάνιση των νεοαστέγων. Παρατηρούμε ότι το πρόβλημα διαφοροποιείται τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά» αναφέρει η υπεύθυνη επικοινωνίας της οργάνωσης Αντα Αλαμάνου. Ο κύριος όγκος των αστέγων εντοπίζεται στο κέντρο της Αθήνας και στα μεγάλα αστικά κέντρα. «Νεόπτωχοι υπάρχουν και στην επαρχία, απλώς εκεί έχουν μεγαλύτερη υποστήριξη από το περιβάλλον τους. Ανεξαρτήτως περιοχής, όμως, βλέπουμε ότι από το 2009 και μετά που ξέσπασε η κρίση, η ταυτότητα των αστέγων έχει αλλάξει».
Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, η απόφαση ενός ανθρώπου να ζήσει στον δρόμο συνδεόταν κυρίως με τη μετανάστευση ή με εξαρτήσεις από ουσίες, τζόγο και αλκοόλ. Την τελευταία τριετία κοιμούνται σε πάρκα, πλατείες και παγκάκια ακόμα και άνθρωποι με υψηλή μόρφωση, που στο παρελθόν είχαν εξασφαλίσει ένα επαρκές βιοτικό επίπεδο. «Για να βγει κάποιος στον δρόμο απαιτείται ο συνδυασμός μιας σειράς παραγόντων, όπως έλλειψη εισοδήματος, ψυχολογικά προβλήματα, εξαρτήσεις ή έλλειψη υποστήριξης από φίλους και συγγενείς. Η σημαντικότερη αιτία όμως σήμερα είναι η ανεργία» εξηγεί η κυρία Αλαμάνου.
Οι περισσότεροι νεοάστεγοι προέρχονται από τα μεσαία κοινωνικά στρώματα και ανήκουν στις παραγωγικές ηλικίες. «Χτίστες, μπογιατζήδες, ιδιοκτήτες μικρών καταστημάτων, καπετάνιοι, άνθρωποι που είχαν τη δουλειά τους, το αυτοκίνητό τους, νοίκιαζαν ένα σπίτι και, ξαφνικά, τα έχασαν όλα. Βρέθηκαν αντιμέτωποι με την πιο ακραία μορφή φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Οι νεοάστεγοι 55-60 ετών βρίσκονται σε ακόμα χειρότερη θέση, επειδή είναι πολύ δύσκολο να βρουν ξανά δουλειά».
Εκτός από τους νεοάστεγους, υπάρχουν όμως και οι «εν δυνάμει άστεγοι». Οικογενειάρχες με μικρά παιδιά, υποχρεώσεις και δάνεια, που, λόγω της περικοπής του μισθού τους και της επιβολής νέων φόρων, ζουν σήμερα κάτω από το όριο της φτώχειας. «Χρωστάνε ενοίκια, δεν μπορούν να ψωνίσουν στο σούπερ μάρκετ, παίρνουν φαγητό από τα συσσίτια… Ειδικά οι επιχειρηματίες που δεν έχουν πληρώσει ασφάλεια και ένσημα, δεν μπορούν να βγάλουν ούτε βιβλιάριο Υγείας».
Δράσεις και προτάσεις
Στο Κέντρο Στήριξης Αστέγων της ΜΚΟ Κλίμακα στο Γκάζι οι άστεγοι της Αττικής μπορούν να βρουν κάθε Δευτέρα και Τετάρτη ένα πιάτο φαγητό, να κάνουν μπάνιο δύο φορές την εβδομάδα, να πλύνουν τα ρούχα τους, να εργαστούν εθελοντικά, να ζητήσουν ιατρική φροντίδα ή νομική υποστήριξη. Από το 2005 λειτουργεί και ο Κοινωνικός Συνεταιρισμός Κλίμαξ Plus, που συντονίζει διάφορες δραστηριότητες, με σκοπό την επανένταξη αστέγων και ατόμων με προβλήματα ψυχικής υγείας στην παραγωγική διαδικασία. Στον ξενώνα της οργάνωσης φιλοξενούνται σήμερα 10 άτομα.
«Εχουμε βέβαια και άλλους χώρους φιλοξενίας, ακόμα και στα κεντρικά γραφεία μας κοιμούνται άστεγοι το βράδυ. Προσπαθούμε να ικανοποιήσουμε το σύνολο των αναγκών τους, δεν εστιάζουμε μόνο στο φαγητό. Θεωρούμε ότι αν ο άστεγος εξασφαλίσει στέγη και απασχόληση, δεν θα έχει πια ανάγκη δομές όπως τα συσσίτια ή τα Κοινωνικά Παντοπωλεία, που ανακυκλώνουν το πρόβλημα και κοστίζουν αρκετά στο κράτος» αναφέρει η κυρία Αλαμάνου.
Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία οι άστεγοι χωρίζονται σε κατηγορίες. «Σε εκείνους που κοιμούνται στον δρόμο, σε πάρκα και αυτοκίνητα, στους αστέγους που μένουν σε ιδρύματα ή σε σπίτια φίλων και σε εκείνους που ζουν σε μη ασφαλή ή ακατάλληλα καταλύματα. Το υπουργείο Υγείας υιοθέτησε τη συγκεκριμένη τυπολογία μόλις τον περασμένο Φεβρουάριο. Μέχρι τότε το ελληνικό κράτος δεν αναγνώριζε επισήμως την ύπαρξη αστέγων. Και δυστυχώς, ποτέ ως τώρα δεν υπήρξε σοβαρή πολιτική πρόληψης και αντιμετώπισης του προβλήματος».
Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες εφαρμόζονται μέτρα όπως η φιλοξενία αστέγων σε παλιά, άδεια κτίρια, η επιδότηση ενοικίου για τους πολίτες που βρίσκονται υπό έξωση και η παροχή επιδόματος στέγασης προκειμένου οι άστεγοι να κάνουν το πρώτο βήμα επανένταξης στην κοινωνία. «Ρεαλιστική λύση είναι επίσης η προώθηση της κοινωνικής επιχειρηματικότητας και η δημιουργία εθελοντικών ομάδων. Σε μια εποχή που δεν υπάρχουν χρήματα, είναι ευκαιρία να αξιοποιήσουμε τους ανθρώπινους πόρους που έχουμε στη διάθεσή μας».
Ο αγιογράφος που έφυγε από το σπίτι με δέκα αβγά στην τσέπη και τρία ευρώ
Βγήκε στον δρόμο πριν από περίπου ένα χρόνο, κρατώντας μια τσάντα με ζεστά ρούχα, βιβλία και 10 βραστά αβγά. Στην τσέπη του είχε μόνο μισό πακέτο τσιγάρα και 3,7 ευρώ. Για ενάμιση μήνα «σπίτι» του ήταν ένα παγκάκι στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα. «Επικίνδυνη περιοχή, αλλά επειδή ζούσα εκεί πριν μείνω άστεγος, μου ήταν οικεία. Πήρα βέβαια και τα μέτρα μου. Το παγκάκι μου ήταν λουσμένο στο φως. Τα βράδια ήμουν ξύπνιος, έμαθα να κοιμάμαι όρθιος…» λέει ο 64χρονος αγιογράφος Λέων.
Για 22 χρόνια διατηρούσε δικό του εργαστήριο αγιογραφίας, έφτιαχνε εικόνες και τις πουλούσε σε ιδιώτες. «Μέχρι το 2008 όλα πήγαιναν καλά. Από τότε όμως οι παραγγελίες άρχισαν να μειώνονται. Οταν δεν έχουν χρήματα οι χαμηλόμισθοι και τα μεσαία στρώματα σταματούν να δίνουν και οι πλούσιοι. Και η αγιογραφία έχει κάποια αξία, δεν είναι φθηνές οι εικόνες». Χρέη δεν είχε. «Ποτέ στη ζωή μου δεν πήρα δάνειο, ίσως επειδή δεν… συμπαθώ τις τράπεζες. Δεν μπορούσα όμως πια να πληρώσω τα ενοίκια, αναγκάστηκα να κλείσω το εργαστήριο και να αφήσω το σπίτι».
Σαν άστεγος έμαθε να παρατηρεί τον κόσμο, να κάνει υπομονή, να μην πανικοβάλλεται. «Εμαθα να σπάω τη ρουτίνα και να σκέφτομαι. Ψυχικά, ο δρόμος ήταν εύκολος για μένα. Δεν είχα κανέναν πάνω από το κεφάλι μου να ζητάει χρήματα και αυτό ήταν μεγάλη ανακούφιση». Αρχισε να παίρνει φαγητό από τα συσσίτια και ύστερα από λίγο καιρό έμαθε για τον ξενώνα Αστέγων της ΜΚΟ Κλίμακα στο Γκάζι, όπου φιλοξενείται σήμερα. «Στην Κλίμακα βρήκα μια αγκαλιά, ήρθα πιο κοντά στην πραγματικότητα, στην ανθρωπιά, στην αλληλεγγύη».
Διαζευγμένος, με έναν γιο που τον επισκέπτεται συχνά, τους τελευταίους μήνες αγιογραφεί ξανά, συμμετέχει στις εθελοντικές δραστηριότητες της οργάνωσης και προσπαθεί να συμπληρώσει τα τελευταία ένσημα για να πάρει τη σύνταξή του. «Αν κάποιος θέλει να βοηθήσει έναν άστεγο, ας του δώσει την ευκαιρία να δουλέψει. Να βγάλει ένα μεροκάματο. Μόνο έτσι δεν θα αισθάνεται άχρηστος ή βολεμένος. Δυστυχώς, το κράτος δεν αναγνωρίζει τον φτωχό ούτε τον άστεγο, δεν ενδιαφέρεται να τους προστατεύσει. Θα μπορούσε να τονώσει την οικοδομή, να αξιοποιήσει τον φυσικό πλούτο της χώρας, τα αγροτικά προϊόντα της. Λύσεις υπάρχουν, η όρεξη λείπει».
Ο ραδιοφωνικός παραγωγός της ΕΡΑ που περνούσε τις νύχτες σε πάρκο
Επειτα από 18 χρόνια δουλειάς στην κρατική ραδιοφωνία και μερικά χρόνια συνεργασίας με το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το υπουργείο Εξωτερικών ως συμβασιούχος, έμεινε άνεργος και δεν είχε χρήματα ούτε για το νοίκι. «Αρχικά εργάστηκα σαν μουσικός, έπαιζα σε ροκ και λάτιν μπάντες. Υστερα έγινα μουσικός παραγωγός στο ραδιόφωνο και τεχνικός ηλεκτρονικών υπολογιστών. Ζούσα όπως ήθελα, χωρίς να με απασχολεί ότι δεν είχα δικό μου σπίτι. Ευτυχώς δηλαδή που δεν απέκτησα ποτέ, πώς θα πλήρωνα το χαράτσι της ΔΕΗ;» λέει γελώντας ο 61χρονος Γιώργος Μπαρκούρης.
Τα πρώτα οικονομικά προβλήματα εμφανίστηκαν το 2007, όταν έληξε η τελευταία σύμβασή του με το υπουργείο. «Από τότε πήρα την… κάτω βόλτα. Υστερα ήρθε η οικονομική κρίση και δεν ήμουν πια σε θέση να δίνω ενοίκια». Για ένα διάστημα φιλοξενήθηκε στο σπίτι μιας φίλης του. «Κάποια στιγμή όμως αποφάσισα ότι δεν ήθελα να γίνομαι βάρος σε κανέναν. Τον Ιούλιο του 2011 βγήκα στον δρόμο».
Το πρώτο του βράδυ σαν άστεγος το πέρασε σε ένα σκοτεινό πάρκο στα Πατήσια. «Η αλήθεια είναι ότι δεν ήμουν καλά προετοιμασμένος. Είχα μαζί μου μια αλλαξιά ρούχα, ξηρά τροφή, αλλά σκεφτόμουν συνέχεια πού θα κάνω μπάνιο, πού θα κοιμάμαι για να είμαι ασφαλής… Πήγαινα σε σκοτεινά μέρη επειδή φοβόμουν και ντρεπόμουν. Αντεξα στον δρόμο μόνο για μία εβδομάδα, ήταν κάτι σαν… πείραμα με τον εαυτό μου, που τελικά απέτυχε».
Λίγους μήνες αργότερα βρήκε «καταφύγιο» στον ξενώνα της ΜΚΟ Κλίμακα και άρχισε να συντονίζει δράσεις στήριξης των αστέγων. «Σταμάτησα να αισθάνομαι… κακομοίρης, ανέλαβα το διαδικτυακό ραδιόφωνο της οργάνωσης και είμαι σε αναζήτηση δουλειάς. Θέλω ακόμα τέσσερα χρόνια για να βγω στη σύνταξη και είμαι αποφασισμένος να παλέψω μέχρι να τα καταφέρω. Ξέρω ότι δεν είναι εύκολο, ακόμα και τα νέα παιδιά συναντούν κλειστές πόρτες σήμερα, πόσο μάλλον ένας άνθρωπος στην ηλικία μου…».
Πριν από μία εβδομάδα ο διευθυντής μιας εταιρίας Πληροφορικής απέρριψε τον κ. Μπαρκούρη ως… «ακριβό», επειδή κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ζήτησε να εργαστεί με τον βασικό μισθό. «Μου απάντησε ότι με την προϋπηρεσία που έχω θα μπορούσα να ζητήσω πάνω από 2.000 ευρώ. Αλλά ότι προτιμούσε να προσλάβει δύο νέους, φθηνότερους, με 500 – 600 ευρώ, παρά να δώσει βασικό μισθό σε ένα άτομο. Θα συνεχίσω πάντως να ψάχνω. Η δουλειά είναι ο μόνος τρόπος για να διατηρήσει ο νεοάστεγος την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό του».
Κάθε Σάββατο βράδυ σερβίρουν ούζο, μπίρα και μεζεδάκια στο δικό τους καφέ
Στον αριθμό 30 της οδού Κωνσταντινουπόλεως, μόλις λίγα βήματα από την πολυσύχναστη πλατεία του Κεραμεικού, λειτουργεί από το περασμένο καλοκαίρι το «Καφέ – Ουζερί των Αστέγων». Ενα εναλλακτικό στέκι, που σερβίρει κάθε Σαββατόβραδο μπίρα, κρασί, ούζο, μεζεδάκια και… συγκινητικές ανθρώπινες ιστορίες.
Τιμοκατάλογος δεν υπάρχει. Οι πελάτες καλούνται απλώς να «φορέσουν» το πιο λαμπερό χαμόγελό τους και, στο τέλος της βραδιάς, ρίχνουν όσα χρήματα θέλουν στον κουμπαρά – «γουρουνάκι» που υπάρχει στην είσοδο.
Η ιδέα για τη δημιουργία του εναλλακτικού καφέ – ουζερί ανήκει στους ίδιους τους αστέγους, που φροντίζουν να ανανεώνουν συχνά το μενού, ώστε να φεύγουν ικανοποιημένοι ακόμα και οι πιο απαιτητικοί επισκέπτες. «Η προσπάθεια ξεκίνησε λόγω της ανάγκης των αστέγων να επικοινωνήσουν με άλλους ανθρώπους. Εφτιαξαν λοιπόν έναν χώρο, όπου ο κόσμος μπορεί να διασκεδάσει αλλά και να συνειδητοποιήσει ότι ο άστεγος αποτελεί κομμάτι της κοινωνίας. Η ανταπόκριση είναι μεγάλη, επομένως το καφέ – ουζερί θα μείνει ανοικτό όλο τον χειμώνα, με σόμπες στην αυλή» λέει η κυρία Αλαμάνου.