Ο μουντζούρης που έγινε «ιππότης της ασφάλτου» αλλά έμεινε από… λάστιχο

Από το φτωχικό συνεργείο αυτοκινήτων της Κωνσταντινουπόλεως στην αυτοκρατορία της Express Service και από τη χολιγουντιανών προδιαγραφών βίλα στους Ελαιώνες του Πανοράματος στο γραφείο του εισαγγελέα για οφειλές προς το Δημόσιο και το ΙΚΑ. Γιάννης Ραπτόπουλος:

Ο «μπαρμπα-Γιάννης» για τους πολύ φίλους του και ο «πρόεδρος» για τους εργαζομένους του ξεκίνησε από χαμηλά. Εζησε μια ζωή μυθιστορηματική, γεμάτη δόξα, χρήματα, αναγνώριση, επώνυμους φίλους στο καλλιτεχνικό και πολιτικό στερέωμα. Τα τελευταία χρόνια όμως τον έπνιξαν τα χρέη, με συνέπεια να βρεθεί προ ημερών στη δαγκάνα της Αστυνομίας για οφειλές άνω των 8.000.000 ευρώ στο Δημόσιο. Μια περίπτωση που στο άκουσμά της προκαλεί το κοινό αίσθημα, ειδικά σε μια περίοδο που μισθωτοί και συνταξιούχοι βλέπουν μισθούς και συντάξεις να πετσοκόβονται, τη στιγμή που οι μεγάλοι οφειλέτες μένουν στο απυρόβλητο. Ο ίδιος δηλώνει θύμα του παραλογισμού του ελληνικού Δημοσίου, διεκδικώντας την επιστροφή ΦΠΑ ύψους 27.150.000 ευρώ, τον οποίο, όπως υποστηρίζει, κατέβαλε ενώ δεν ήταν υποχρεωμένος.

Ο ήρεμος πρόεδρος


Ηρεμη δύναμη, χαμηλών τόνων, εσωστρεφής και ευγενικός, αλλά σκληρός στη δουλειά, δεν ήταν ποτέ της προβολής. Πολλοί τον χαρακτήριζαν σκιά, αφού, αν και δεν εμφανιζόταν συχνά στο προσωπικό του -πέρα από τις επαφές που είχε με τα υψηλόβαθμα διοικητικά στελέχη και δη με τους δύο γιους του που βρίσκονται στην κορυφή της ιεραρχίας του ομίλου του- ήξερε τα πάντα για τον κάθε εργαζόμενο, λες και είχε μια κάμερα και κατέγραφε τα πάντα.

Μηχανικός αυτοκινήτων, με μεγάλο μεράκι για τη δουλειά, ο Γιάννης Ραπτόπουλος ξεκινά την καριέρα του από ένα μικρό συνεργείο αυτοκινήτων στην οδό Κωνσταντινουπόλεως, συνεταιρικά με έναν φίλο του. Σε ένα ταξίδι του στη Γερμανία συλλαμβάνει την ιδέα της οδικής βοήθειας, παίρνοντας μια προσωπική γεύση από το σύστημα που επικρατούσε εκεί. Γυρίζει αποφασισμένος να τολμήσει σε κάτι εντελώς καινούργιο. Ζητά από τρεις φίλους να τού δανείσουν το πρώτο κεφάλαιο για το ξεκίνημά του. Ο ένας μάλιστα εξ αυτών, ταξιτζής στο επάγγελμα, του δανείζει τα χρήματα με τα οποία αγοράζει το πρώτο του κουστούμι, αφήνοντας τη φόρμα του συνεργείου και φορώντας το ένδυμα του επιχειρηματία. Ετος 1975. Η Express Service είναι γεγονός. Το εγχείρημα πηγαίνει καλά από την αρχή, κάτι που του επιτρέπει σε διάστημα μόλις έξι μηνών να εξοφλήσει τους τρεις χρηματοδότες του. Από την πρώτη στιγμή, ο Γιάννης Ραπτόπουλος ψυχανεμίζεται την προοπτική και τις δυνατότητες αυτού που έχει ξεκινήσει. Δεν διστάζει να επιστρατεύσει για τις ανάγκες της προβολής της εταιρίας του σταρ του κινηματογράφου, εγχώριου και διεθνούς βεληνεκούς, ξεκινώντας από την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τη διαφήμιση του αριθμού κλήσης της Express Service, του γνωστού 154. Η ιδέα αλλά και η ατάκα του διαφημιστικού ανήκει στον ίδιο τον Γιάννη Ραπτόπουλο, που θα ξυπνήσει την Αλίκη Βουγιουκλάκη τα ξημερώματα για να της πει ενθουσιασμένος από το τηλέφωνο τι έχει σκεφτεί. «Οταν έχω πρόβλημα, κανένα πρόβλημα. Καλώ την πιο γρήγορη της Ευρώπης. 154 κι έφτασε» λέει με νάζι η εθνική μας σταρ. Η επόμενη διαφήμιση θα έρθει από τον θρυλικό Κιτ του γνωστού για την εποχή σίριαλ «Ο ιππότης της ασφάλτου». Για τις ανάγκες της Express Service τόσο το θρυλικό αυτοκίνητο όσο και ο ίδιος ο Αμερικανός ηθοποιός Ντέιβιντ Χέισελχοφ θα βρεθούν στη Θεσσαλονίκη. Ο Κιτ «μένει» σε ορεινή περιοχή κοντά στην πόλη και το ελικόπτερο της Express Service σπεύδει να «διασώσει» αυτό και τον διάσημο οδηγό του. «Μάικ, έχω πρόβλημα» λέει ο Κιτ και ο Αμερικανός ηθοποιός καλεί τον «μεγαλύτερο οργανισμό βοήθειας, τον μεγαλύτερο της Ευρώπης», απορώντας μάλιστα πώς έφτασε τόσο γρήγορα, για να ευχαριστήσει την εταιρία σε σπαστά ελληνικά: «Ευκαριστώ Express Service».

Ο Γιάννης Ραπτόπουλος όμως δεν επαναπαύεται στην επιτυχία της Express Service. Το επόμενο επιχειρηματικό εγχείρημα είναι ήδη στο μυαλό του. Ξεκινώντας πρώτα με την παροχή κάποιων ιατρικών υπηρεσιών ως μπόνους στην οδική βοήθεια, προετοιμάζεται για το νέο βήμα. Το 1992 ξεκινά το ιατρικό κέντρο της Express Service. Για όσους γνωρίζουν τα πράγματα από μέσα, το ιατρικό κέντρο θα αποδειχθεί τελικά «πληγή» για τον όμιλο, φέρνοντας τον Γιάννη Ραπτόπουλο στο στόχαστρο του ιατρικού κυκλώματος.

«Ο πρόεδρος δεν ήταν γιατρός. Κάθε ειδικότητα θέλει τον χειρισμό της. Κι εδώ ο πρόεδρος χώλαινε» σημειώνουν άνθρωποι που έζησαν την ανάπτυξη του ιατρικού κέντρου. Ο πόλεμος ερχόταν τόσο από έξω, καθώς το ιατρικό κέντρο ήταν το πρώτο αυτού του είδους στη Θεσσαλονίκη, όσο και από το ίδιο το εσωτερικό του και τις υπερβολικές πολλές φορές απαιτήσεις των γιατρών.

Ο «μπαρμπα-Γιάννης» είναι γνωστός για τη γαλαντομία του. «Πληρώνω καλά το προσωπικό μου, πιο καλά και από μένα τον ίδιο, για να αισθάνονται την εταιρία σπίτι τους» συνηθίζει να λέει, χωρίς να υπολογίζει όμως ότι κάποιοι θα αποδειχθούν βασιλικότεροι του βασιλέως. «Δεν φάγαμε ψωμί, φάγαμε χαβιάρι» λένε πολλοί.

Τραγική ειρωνεία, αφού από κάποια στιγμή και μετά ο κόσμος μένει απλήρωτος έως και οκτώ μήνες, ενώ ο Γιάννης Ραπτόπουλος δεν πληρώνει το ΙΚΑ των εργαζομένων του, αφήνοντάς τους ανασφάλιστους. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί την εξέλιξη. Οι εργαζόμενοι στις καλές εποχές παρομοιάζουν την Express Service με το Δημόσιο, πιστεύοντας ότι θα πάρουν σύνταξη από εκεί.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, ο Γιάννης Ραπτόπουλος μπαίνει σε δικαστική διαμάχη με κρατικές κυρίως ασφαλιστικές εταιρίες που παρέχουν υπηρεσίες οδικής βοήθειας δωρεάν, στο πλαίσιο των ασφαλιστικών τους πακέτων. Ο ίδιος μιλά για αθέμιτο ανταγωνισμό που προκαλεί μέγιστο πλήγμα στην εταιρία του. Τα οικονομικά προβλήματα αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους έντονα. Τα δικαστήρια τελικά τον δικαιώνουν, επιδικάζοντάς του αποζημιώσεις μαμούθ, όμως δεν παίρνει ποτέ τα χρήματα.

Ο εκδότης της «Μακεδονίας» με τις… παντόφλες

Το 1997 έρχεται στη ζωή του το εκδοτικό συγκρότημα των εφημερίδων «Μακεδονία» και «Θεσσαλονίκη», εμβληματικών τίτλων που επί διετία μένουν ανενεργοί, μετά το κλείσιμό του συγκροτήματος επί Κατερίνας Βελλίδη το 1996. Οταν οι εφημερίδες τίθενται προς πώληση, ο Γιάννης Ραπτόπουλος δεν μένει ασυγκίνητος.

Γνωστός για τα τοπικιστικά του αισθήματα, σε μια φιλική παρέα, ανάμεσα στην οποία και ο αείμνηστος Παναγιώτης Σπύρου, ρίχνει την ιδέα: «Γιατί να τη δώσουμε σε Αθηναίους» αναρωτιέται και ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στην επιχειρηματική του διαδρομή.

Μάλιστα, ενώ την ίδια περίπου εποχή αγοράζει ένα μεγάλο οικόπεδο στον Εύοσμο για να δημιουργήσει μια νέα κλινική, πέφτει στο τραπέζι η αγορά των εφημερίδων και παγώνουν όλα. Ρίχνεται με τα μούτρα στο νέο πρότζεκτ, που του είναι εντελώς άγνωστο. Ολη του η προσοχή και η ενέργεια στρέφονται στο εκδοτικό εγχείρημα. Το κτίριο της «Μακεδονίας», παλιό και παρατημένο θα γίνει στα χέρια του άλλο: γρανίτες παντού θα δώσουν τον συμβολισμό ενός νέου ξεκινήματος. Οι εργαζόμενοι στη «Μακεδονία» θυμούνται ακόμη τη διαφήμιση με τα περιστέρια που πετούσαν στον ουρανό της Θεσσαλονίκης, προαναγγέλλοντας την επιστροφή των εφημερίδων. «Μας έλειψαν. Περιμένουμε. Ερχονται». Παρά τον ενθουσιασμό, το πρώτο φύλλο, που τυπώθηκε στα υπόγεια της «Μακεδονίας» και λένε ότι πούλησε 100.000 κομμάτια αφήνει μελάνι στα χέρια των αναγνωστών, διαψεύδοντας μέσα σε μια στιγμή τις υψηλές προσδοκίες. Νωπή είναι ακόμη η εικόνα του Γιάννη Ραπτόπουλου με παντόφλες στα γραφεία της εφημερίδας, να συμμετέχει στις προετοιμασίες, προβάλλοντας το προφίλ του απλού ανθρώπου.

Και στην περίπτωση αυτού του εγχειρήματος, μια σταρ θα δώσει τη λάμψη της. Η Βάνα Μπάρμπα επιλέγεται να διαφημίσει τον ραδιοφωνικό σταθμό του συγκροτήματος, 103 FM, με το σλόγκαν «Βρείτε το κουμπί της».

Η ανάμνηση των εργαζομένων των δύο εφημερίδων από την περίοδο Ραπτόπουλου, διχασμένη: Είναι ίσως από τις ελάχιστες περιόδους που πληρώνονται στην ώρα τους, όμως η προσωπικότητά του συχνά έρχεται σε κόντρα με το δημοσιογραφικό επάγγελμα. Μαθημένος σε άλλα εργασιακά περιβάλλοντα, δεν μπορεί να ανεχτεί την «ελευθεριότητα» κάποιες φορές των δημοσιογράφων. Ετσι, συχνά «τραβά το αυτί» μέσω της τότε διεύθυνσης, δημοσιογράφων που είτε μιλούν μεταξύ τους εν ώρα εργασίας είτε κάνουν το λάθος να μην κάθονται στα γραφεία τους την ώρα που περνά από τον διάδρομο. Την εποπτεία της «Μακεδονίας» αναλαμβάνει ο γιος του Παναγιώτης Ραπτόπουλος, ο οποίος εμφανίζεται συχνά με τον Κινέζο σωματοφύλακά του, ενώ έχει μείνει στη μνήμη των εργαζομένων για το γαλάζιο του γραφείο στον τρίτο όροφο της Μοναστηρίου 85. Σε κάθε περίπτωση, η «Μακεδονία» δεν βγαίνει σε κακό στον Γιάννη Ραπτόπουλο, αφού, έχοντας αντιληφθεί εγκαίρως ότι η επένδυσή του δεν προχωρά, πουλά το συγκρότημα το 2000 στη διάδοχη κατάσταση, που ακούει στα ονόματα Σαχπατζίδης, Ρήγας, Ρεμαντάς, βγάζοντας μάλιστα σημαντικό κέρδος.

Το αεροπλάνο (με χειρουργείο) που δεν πέταξε ποτέ, η βίλα υπερπαραγωγή και η αρχή του (άδοξου) τέλους

Την περίοδο 1999-2000 κλείνει καινούργια ασθενοφόρα και ένα αεροπλάνο εξοπλισμένο ακόμα και με χειρουργείο, τα οποία δεν βγαίνουν ποτέ στην κυκλοφορία, καθώς ασκούνται πιέσεις και από ανταγωνιστές και η ρήξη με το επίσημο κράτος ξεκινά. Από το 2001 αρχίζει να μην πληρώνει το ΙΚΑ, κάποιοι υποστηρίζουν ότι τον πνίγει ο θυμός για τη συμπεριφορά των ανθρώπων που κάποτε θεωρούσε φίλους από το πολιτικό σύστημα. Δεν ήταν άλλωστε λίγοι αυτοί που κάποτε τον αποθέωναν. Το 2005 αρχίζουν τα προβλήματα με τις πληρωμές των εργαζομένων και ο κόσμος που τον γνωρίζει διαπιστώνει αλλαγή στη συμπεριφορά του, υπό το βάρος των χρεών και της αδυναμίας να εισπράξει αυτά που του οφείλονται. Ανθρωποι που τον έχουν ζήσει τονίζουν ότι ένα από τα λάθη του ήταν ότι έδωσε σε μια περίοδο της επιχειρηματικής του πορείας μεγαλύτερες αρμοδιότητες στα δύο του παιδιά, τον Κυριάκο και τον Παναγιώτη, χωρίς να αμφισβητεί τις κινήσεις τους.

Είναι τόση η πίστη στα παιδιά του, που όποιος τολμήσει να τα κακολογήσει ενώπιόν του βρίσκεται μπροστά σε τοίχο. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα ανθρώπου που απολύθηκε από έναν εκ των γιων του και πήγε να παραπονεθεί στον πατέρα. «Αυτός ξέρει γιατί σε απέλυσε. Κι αν κάνει λάθος, είναι δικό του το λάθος» του λέει ο Γιάννης Ραπτόπουλος.

Μέσα στα επιχειρηματικά εγχειρήματα της οικογένειας Ραπτόπουλου είναι και η δισκογραφική εταιρία track 7 στην Αθήνα, η οποία ανοίγει το 2003 και κλείνει το 2007. Οι ορμώμενες από τον χώρο του ελληνικού πενταγράμμου συναισθηματικές σχέσεις και των δύο γιων του -γνωστή είναι η μακρόχρονη σχέση του Κυριάκου με την Αλέξια- δημιουργούν έδαφος για δράση και σε αυτό το πεδίο, χωρίς όμως επιτυχία.

Πολλά έχουν λεχθεί για τη βίλα στους Ελαιώνες, η οποία διαθέτει πισίνα ολυμπιακών διαστάσεων, ελικοδρόμιο και παρεκκλήσι και περιστοιχίζεται από ψηλούς τοίχους, που κρατούν μακριά τα αδιάκριτα βλέμματα. Η αγάπη του για την τέχνη, γνωστή. Οι πίνακες Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών που κοσμούν τους τοίχους της, ιδιαίτεροι.

Η σύλληψή του για χρέη 7.800.000 ευρώ

Την Τρίτη το πρωί, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Express Service Γιάννης Ραπτόπουλος συνελήφθη για χρέη προς το Δημόσιο, που ξεπερνούν τα 7.800.000 ευρώ, αλλά και για τη μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών προς το ΙΚΑ. Ο 69χρονος γνωστός επιχειρηματίας της Θεσσαλονίκης οδηγήθηκε στον εισαγγελέα και παραπέμφθηκε να δικαστεί στο αυτόφωρο, από το οποίο ζήτησε και πήρε αναβολή.

Αλλες πληροφορίες ανέφεραν ότι ο επιχειρηματίας παρουσιάστηκε το πρωί της Τρίτης αυτοβούλως στα κεντρικά της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Θεσσαλονίκης, γνωρίζοντας ότι τον αναζητούν, ενώ άλλες ότι «παγιδεύτηκε», με το πρόσχημα μιας προσωπικής του υπόθεσης. Εκεί τον ενημέρωσαν ότι σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν η εταιρία οδικής βοήθειας – ιατρικό κέντρο στην οποία είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος έχει χρέη προς το Δημόσιο ύψους 7.863.000 ευρώ, ενώ οι οφειλές από ασφαλιστικές εισφορές στο ΙΚΑ υπερβαίνουν τα 150.000 ευρώ. Συνοδεία αστυνομικών του Τμήματος Αναζητήσεων οδηγήθηκε στον εισαγγελέα, ο οποίος του απήγγειλε κατηγορίες, ενώ μετά την αναβολή που πήρε το δικαστήριο αφέθηκε ελεύθερος. Επειδή πρόκειται για δύο διαφορετικές υποθέσεις που εκδικάζονται ξεχωριστά, ο κ. Ραπτόπουλος πήρε αναβολή.

Σύμφωνα με τον δικηγόρο του επιχειρηματία Γιώργο Αγιοστρατίτη, το ίδιο το κράτος βρίσκεται να οφείλει πολύ μεγαλύτερα ποσά προς τον Γιάννη Ραπτόπουλο. «Υπάρχουν υποχρεώσεις του Δημοσίου προς τον κ. Ραπτόπουλο ύψους περίπου 27.000.000 ευρώ από τον ΦΠΑ που δεν ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει, αλλά το κράτος τον υποχρέωνε να πληρώνει. Η Ευρωπαϊκή Ενωση τον δικαίωσε με σχετικές αποφάσεις, αλλά το κράτος που ήταν υποχρεωμένο να του επιστρέψει τα χρήματα δεν του έχει δώσει πίσω τίποτα. Την ίδια ώρα, έπειτα από μήνυση που κατέθεσε κατά των ασφαλιστικών εταιριών που παρέχουν υπηρεσίες οδικής βοήθειας, ο Αρειος Πάγος τον δικαίωσε με το σκεπτικό ότι παρανόμως τις παρέχουν. Τους επέβαλε πρόστιμα που πρέπει να καταβάλουν στην Express Service, χωρίς όμως μέχρι σήμερα η εταιρία να έχει εισπράξει αυτή την αποζημίωση» ανέφερε σχετικά. Τα ποσά αυτά είναι, κατά τον Γιάννη Ραπτόπουλο, υπέρογκα και προσεγγίζουν πια τα δισεκατομμύρια ευρώ.

Μαρία Μαθιοπούλου

{{-PCOUNT-}}28{{-PCOUNT-}}

Η εφημερίδα δημοκρατία δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

spot_img
spot_img
spot_img
spot_img

Κορυφαίες Ειδήσεις

Προτεινόμενα

spot_img
spot_img