Οταν οι Νόμος 4000 εμφανίζονταν ως Μέδουσα στη Βάρκιζα και έπαιξαν δημοτικά και Τσιτσάνη στον χορό της Αεροπορίας στην ΑγχίαλοΑπό τον
Δημήτρη Καπράνο
Εχετε δει ασφαλώς την ταινία ή τη σειρά «Λούφα και παραλλαγή» με τα διάφορα ευτράπελα που συνέβαιναν σε μια ομάδα φαντάρων την εποχή της δικτατορίας. Πολλά παρόμοια περιστατικά είχαν ήρωες… μουσικούς.Επιτρέψτε μου να σας διηγηθώ κάτι που συνέβη σ’ εμάς στο On the rocks της Βάρκιζας. Οταν πήγαμε να πιάσουμε δουλειά, ο επιχειρηματίας μάς άκουσε, του αρέσαμε και μας ρώτησε ποιο είναι το όνομα του συγκροτήματος. «Μας λένε Νόμος 4000» του απάντησα. «Τρελαθήκατε; Θέλετε να μου κλείσετε το μαγαζί; Πρέπει ν’ αλλάξετε όνομα» είπε έντρομος. Ετσι αποφασίστηκε να εμφανιστούμε με το όνομα Μέδουσα. Βλέπετε, ο νόμος 4000 (περί τεντιμποϊσμού) ίσχυε κανονικά! Ως Μέδουσα, λοιπόν, παίζαμε κάθε βράδυ.
Μια φορά, μόλις τέλειωσε το πρόγραμμα, πλησίασε στο πάλκο ένας καλοντυμένος κύριος.
«Με πληροφόρησαν ότι είστε ο αρχηγός του συγκροτήματος. Θα ήθελα να παίξετε σε έναν χορό που οργανώνει η Αεροπορία στην Αγχίαλο».
«Πολύ ευχαρίστως, δεν έχουμε αντίρρηση» του λέω.
«Ναι, αλλά πρέπει να παίξετε και δημοτικά και λαϊκά τραγούδια».
«Συγγνώμη, κύριε, αλλά εμείς είμαστε συγκρότημα ροκ και δεν παίζουμε σκυλάδικα!» του απάντησα.
Ο κύριος έφυγε μάλλον δυσαρεστημένος και σε λίγο με πλησίασε ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού.
«Είσαι με τα καλά σου; Αρνήθηκες να παίξετε στον χορό;»
«Μα, τι να παίξουμε, πρόεδρε; Ο τύπος μού ζήτησε λαϊκά και δημοτικά. Εμείς δεν παίζουμε τέτοια».
«Ρε, ξέρεις ποιος είναι αυτός; Ο Ρουφογάλης! Ο αρχηγός της ΚΥΠ! Του αρέσει η ορχήστρα και θα του πούμε όχι;»
«Και πού να ξέρω εγώ ποιος είναι αυτός; Και πώς θα παίξουμε λαϊκά;»
«Δεν ξέρω τι θα κάνεις. Θα τον ξαναστείλω και πες του εντάξει».
Ετσι, ένα πρωινό ξεκινήσαμε με ένα αυτοκίνητο της Αεροπορίας και τα όργανα φορτωμένα σε ένα φορτηγό και φτάσαμε στην Αγχίαλο, σε μια μεγάλη αίθουσα, στην οποία θα γινόταν ο χορός. Στήσαμε τα όργανα και αρχίσαμε την πρόβα. Σε μια στιγμή μάς πλησιάζει ένας ψηλός κύριος με κοστούμι ριγέ σταυρωτό, γιλέκο και ανοιχτούς γιακάδες, τριχωτό στήθος και μια χρυσή καδένα, φαλακρός με φαβορίτες σαν του Κόκοτα.
«Εσύ είσαι ο μαέστρος; Είμαι ο Τώνης Αρβανιτίδης» μου λέει.
«Χαίρω πολύ. Είστε συγγενής του Πασχάλη;» ρωτώ.
«Οχι, βρε παιδί μου. Τραγουδιστής είμαι και τραγουδάω στη Βάρη. Δεν έχεις δει το όνομά μου;»
Θυμήθηκα ότι όντως είχα δει το όνομά του στη μαρκίζα, σε ένα κέντρο στα Βλάχικα.
«Χαίρω πολύ, βεβαίως και σας έχω ακουστά».
Ο τραγουδιστής μού εξήγησε ότι θα έπρεπε να παίξουμε μια σειρά λαϊκά τραγούδια και μου έδωσε έναν κατάλογο.
«Ξέρετε, εμείς δεν παίζουμε λαϊκά και δεν ξέρουμε τα κομμάτια».
«Ελα, ρε παιδί μου, σολ ματζόρε θα ξεκινάτε ή ρε μινόρε. Τον ρυθμό δεν τον ξέρετε; Ζεϊμπέκικα θα παίξουμε και χασάπικα και, αν χρειαστεί, θα τραβήξουμε και καμιά “Ιτιά”».
Επί τρεις ώρες προβάραμε τα λαϊκά τραγούδια: Διονυσίου, Καζαντζίδη, Ακη Πάνου, αλλά και «Ιτιά λουλουδιασμένη» και «Ενας αητός καθότανε». Τσάτρα πάτρα κάτι παίζαμε, ακολουθούσαμε τη μελωδία και ο Αρβανιτίδης τραγουδούσε σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Λες και ήμασταν η ορχήστρα με την οποία έπαιζε κάθε βράδυ. Οταν τέλειωσε η πρόβα, ο αοιδός έδειξε απόλυτα ικανοποιημένος. «Πρώτη φορά τραγουδάω ζεϊμπέκικα με ροκάδες. Αντε, να δούμε πόσο ξύλο θα φάμε!»
Το βράδυ η αίθουσα γέμισε ασφυκτικά: αξιωματικοί της Αεροπορίας με τις οικογένειές τους, πολιτικοί υπάλληλοι και κάποιοι χουντικοί με μαύρα γυαλιά λες και ήταν τυφλοί. Εμείς αρχίσαμε να παίζουμε τα δικά μας, σηκώθηκαν κάποια ζευγάρια και χόρεψαν, αλλά ο χαμός έγινε όταν εμφανίστηκε ο Αρβανιτίδης και άρχισε με το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου». Εγώ είχα γράψει πρόχειρα τα ακόρντα από κάθε τραγούδι που θα παίζαμε και έτσι σφύριζα στους άλλους της ορχήστρας πότε πρέπει να αλλάξουν συγχορδία. Ομολογώ ότι για πρώτη φορά που παίζαμε τέτοιου είδους μουσική δεν τα καταφέρναμε άσχημα. Παίζαμε πολλή ώρα, ώσπου ένας κύριος με μαύρα γυαλιά σηκώθηκε και φώναξε επιτακτικά: «Παίξτε μου την “Αχάριστη”».
«Τώνη, αυτό δεν το ξέρουμε!» λέω έντρομος, αλλά εκείνος με χαμόγελο μου λέει «σολ μινόρε» και αρχίζει. «Δεν ρώτησες τόσες φορές για μένα, πώς πέρασα τρελή στην ξενιτιά».
Δεν θυμάμαι άλλη φορά να έχω κυνηγήσει τον Τσιτσάνη. Κάπου τον έπιανα, κάπου μου έφευγε, αλλά ο κύριος με τα γυαλιά και η γυναίκα του χόρεψαν χασάπικο και το ευχαριστήθηκαν. Η βραδιά ολοκληρώθηκε με «Κομπαρσίτα» και «Ασ’ τα τα μαλλάκια σου» και, όταν τελειώσαμε, πλησίασε τρεκλίζοντας ο κύριος με τα γυαλιά και μας άφησε ένα μάτσο χιλιάρικα. «Δεν έχω ακούσει καλύτερη εκτέλεση Τσιτσάνη στη ζωή μου» μας είπε κι έφυγε.