Ομόφωνα ένοχος για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κρίθηκε από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αιγαίου ο κατηγορούμενος για τη δολοφονία της Γαρυφαλλιάς Ψαρράκου, στην πολύκροτη υπόθεση που συγκλόνισε το πανελλήνιο.
Το δικαστήριο απέρριψε στο σύνολό τους τους ισχυρισμούς της υπεράσπισης περί βρασμού ψυχικής ορμής και μειωμένου καταλογισμού, κρίνοντας ότι δεν στοιχειοθετούνται από τα πραγματικά περιστατικά και την πορεία του δράστη πριν, κατά και μετά το έγκλημα.
Παράλληλα, απορρίφθηκε και το αίτημα να του αναγνωριστούν τα ελαφρυντικά του σύννομου πρότερου βίου και της καλής διαγωγής μετά την πράξη και κατά τον χρόνο κράτησης, καθώς ο εισαγγελέας τοποθετήθηκε αρνητικά, υποστηρίζοντας ότι δεν πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.
Η πλήρης απόρριψη του ισχυρισμού περί ψυχικής διαταραχής
Στην εκτενή αγόρευσή του, ο εισαγγελέας της έδρας στο Εφετείο της Σύρου απέρριψε κατηγορηματικά τον ισχυρισμό περί ψυχωσικού επεισοδίου. Τόνισε πως ο κατηγορούμενος γνώριζε απολύτως τις πράξεις του και ότι η συμπεριφορά του δεν συνάδει με άνθρωπο που έχει χάσει τον έλεγχο.
Επισήμανε ότι σε παλαιότερα περιστατικά με πρώην σύντροφό του –ανάμεσα στα οποία ένας καβγάς όπου εκείνη «του έτριψε πατατάκια στο πρόσωπο» αλλά και μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη– ο κατηγορούμενος είχε αντιδράσει ήρεμα, χωρίς σημάδια απορρύθμισης. Κατά τον εισαγγελέα, αυτό αποδομεί τον ισχυρισμό ότι δεν μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό του.
Παράλληλα, αντέκρουσε τον ισχυρισμό ότι ο κατηγορούμενος ανέσυρε μόνος του από το νερό τη Γαρυφαλλιά, σημειώνοντας ότι για τη συγκεκριμένη ενέργεια «χρειάστηκαν τρία άτομα». Σε ό,τι αφορά το όχημα, ξεκαθάρισε ότι δεν «βγήκε από την πορεία του» τυχαία, αλλά επειδή έτσι το έστρεψε ο ίδιος, αφού ο δρόμος ήταν ευθεία και ανηφορικός.
Ιδιαίτερη αναφορά έγινε και στην ψυχική κατάσταση του κατηγορουμένου: η παρανοειδής διαταραχή που επικαλέστηκε η υπεράσπιση, όπως ανέφερε, δεν αναιρεί την ικανότητα επίγνωσης των πράξεων. Αντίθετα, ο κατηγορούμενος ήταν λειτουργικός: υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία, εργαζόταν και διατηρούσε κοινωνικές σχέσεις.
Ο εισαγγελέας υπογράμμισε ακόμη ότι ο ίδιος ο κατηγορούμενος είχε χαρακτηρίσει τη Γαρυφαλλιά «άγγελο», όμως «δεν την έσωσε ούτε την τελευταία στιγμή», παρότι –όπως ανέφερε– η κοπέλα ήταν «μια έξυπνη και πολύ δυνατή» γυναίκα.
Η φράση-κλειδί και τα σημεία που έκριναν την υπόθεση
Ιδιαίτερο βάρος έδωσε ο εισαγγελέας στη φράση της Γαρυφαλλιάς: «τι κάνεις, βοήθεια», χαρακτηρίζοντάς την «κλειδί» για την κατανόηση του περιστατικού.
Τόνισε ότι ο κατηγορούμενος «τώρα δεν θυμάται, ενώ στην αρχή θυμόταν» και σημείωσε πως πριν από τη δολοφονία «δεν είχε προηγηθεί τίποτα αρνητικό που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως έξτρα επιβαρυντικός και στρεσογόνος παράγοντας, αλλά ήταν χαρούμενοι».
Κατά τον εισαγγελέα, ο κατηγορούμενος περιέγραψε με λεπτομέρεια όλα τα στάδια της επίθεσης, κάτι που δείχνει ότι δεν υπήρξε παροξυσμός, αλλά πλήρης έλεγχος και συνείδηση των πράξεων. Έτσι, δεν στοιχειοθετείται «εν βρασμώ ψυχικής ορμής», ούτε κάποιο ψυχωτικό επεισόδιο.
Απευθυνόμενος στους ενόρκους, τους κάλεσε να αποφασίσουν «με τη συνείδησή τους», τονίζοντας πως «δόλος σημαίνει γνωρίζω τι θα προκαλέσει η πράξη μου» και ότι ο κατηγορούμενος «τέλεσε την πράξη έχοντας πλήρη έλεγχο των ενεργειών του».
Κλείνοντας την αγόρευσή του, αναφέρθηκε στη φωτογραφία της Γαρυφαλλιάς, δηλώνοντας πως λυπάται για τον χαμό της, αλλά το καθήκον του επιβάλλει την πρόταση ενοχής.
Η απολογία του κατηγορούμενου – «Όλο το σύμπαν συνωμότησε για να γίνει»
Στην απολογία του, ο κατηγορούμενος επικεντρώθηκε στα «κενά μνήμης» που –όπως υποστήριξε– παρουσίασε πριν, κατά και μετά το έγκλημα, αλλά και στην ψυχική αποδιοργάνωση που, σύμφωνα με τον ίδιο, βίωνε τις ημέρες πριν τη γυναικοκτονία.
Περιέγραψε εμφάνιση ψυχωτικών συμπτωμάτων, λέγοντας ότι ένιωθε πως τους παρακολουθούσε drone και ότι «έβραζε μέσα του». Ανέφερε πως δεν θυμάται πώς το αυτοκίνητο «βγήκε από την πορεία του», λέγοντας: «Δεν κατάλαβα τι έγινε» και «δεν θυμάμαι» τον λόγο της στραβοτιμονιάς.
Παρότι δεν θυμάται κρίσιμα σημεία, δήλωσε ότι μετά την πρόσκρουση θυμάται τη Γαρυφαλλιά να φωνάζει «βοήθεια» και ισχυρίστηκε ότι προσπάθησε να τη βγάλει από τη θάλασσα και να της προσφέρει πρώτες βοήθειες. Επιμένει όμως πως δεν θυμάται πώς βρέθηκε στη θάλασσα η κοπέλα.
Όταν ο εισαγγελέας τον ρώτησε: «τι πιστεύετε ότι τελικά έγινε, έπεσε μόνη της από τον γκρεμό η κοπέλα;», απάντησε: «Πιστεύω, όπως λέει και ο Paulo Coelho στο βιβλίο Αλχημιστής, ότι όλο το σύμπαν συνωμότησε για να γίνει».
Αμφισβήτησε και την αρχική του ομολογία («θύμωσα και τη σκότωσα»), υποστηρίζοντας ότι δόθηκε υπό πίεση και σε ψυχική κατάσταση όπου «ό,τι και να του έλεγαν, θα έλεγε ναι», χαρακτηρίζοντάς την «ομολογία ενός ανθρώπου σε αυτή την κατάσταση».
Ο πρόεδρος του δικαστηρίου επεσήμανε την αντίφαση: ο κατηγορούμενος θυμάται με ακρίβεια πριν και μετά το περιστατικό αλλά όχι την ίδια τη δολοφονία. Εκείνος επέμεινε: «Δεν μπορώ να το επαναφέρω», εκφράζοντας τύψεις για την απώλεια.
Η απόφαση του Εφετείου Αιγαίου έκρινε ξεκάθαρα ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και με πλήρη έλεγχο των πράξεών του, κλείνοντας έτσι –σε δεύτερο βαθμό– ένα από τα πιο συγκλονιστικά και συμβολικά για την ελληνική κοινωνία εγκλήματα των τελευταίων ετών.


