Το άρθρο του 1834 στο περιοδικό «Das Ausland» και η ρήση που περιγράφει την αντίθεση με την αρχαία δόξα
Πολλές συζητήσεις έχουν γίνει και άφθονο μελάνι έχει χυθεί για την προέλευση του διστίχου «Ω Αθήνα, πρώτη χώρα, τι γαϊδάρους τρέφεις τώρα!» Οι περισσότεροι αποδίδουν τη γέννησή του στον Γεώργιο Σουρή και, όπως συνήθως, οι ανακρίβειες και οι αστικοί μύθοι διαδέχονται οι πρώτες τους δεύτερους και τούμπαλιν. Εν προκειμένω μέχρι και τραγούδι έγινε, «Το τραγούδι της πλατείας», που ερμήνευσε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, αποδίδοντάς το στον δύσμοιρο Γ. Σουρή, στον οποίο όμως ανήκουν μόνον τρεις στροφές.
- Από τον Ελευθέριο Σκιαδά
Ωστόσο, τα πλήθη εκστασιάζονται και ο (πολιτικός) στόχος επιτυγχάνεται. Ο μόνος που ασχολήθηκε σοβαρά με το δίστιχο αυτό είναι ο Νίκος Σαραντάκος, παραπέμποντας στις πηγές. Πρέπει δε να ανατρέξουμε στις 5 Ιουλίου 1834 και στο γερμανικό περιοδικό «Das Ausland», που δημοσίευσε άρθρο με τίτλο «Das heutige Athen» («Η σημερινή Αθήνα»). Ο περιηγητής στέκεται μπροστά στα μνημεία της αρχαιότητας, μνημονεύει τον Αρειο Πάγο και το Μουσείο, τα ίχνη της αγοράς και των κλασικών ναών, και βλέπει τις παλιές πέτρες να κουβαλούν ακόμα το μεγαλείο των φιλοσόφων και των ποιητών.
Ομως, αμέσως μετά, στρέφει το βλέμμα του στην καθημερινή ζωή. Μικρά σπίτια πρόχειρης κατασκευής, κακή ρυμοτομία, φτώχεια και έλλειψη παιδείας. Η Αθήνα του 1834 δεν είναι πια η Αθήνα του Περικλή. Είναι μια πόλη που προσπαθεί να αναγεννηθεί, αλλά ακόμα ασθμαίνει μέσα από ερείπια και κοινωνικά προβλήματα. Είχε περίπου 7.000 κατοίκους και οι γηγενείς ασχολούνταν κατά κύριο λόγο με την αγροτική ζωή. Μικρή βαλκανική πόλη, η οποία καλείτο να φέρει το δυσανάλογο βάρος της ιστορίας της.
Γι’ αυτό περιγράφεται ως «μεγάλο χωριό με ένδοξα μνημεία». Τότε, ως επιμύθιο, εμφανίζεται η ρήση «Ω Αθήνα, πρώτη χώρα, τι γαϊδάρους τρέφεις τώρα!» (O Athen, erste Stadt, welche Esel du jetzt nährst!). Η φράση, η οποία παρατίθεται ως παροιμιώδης, άρα προϋπήρχε, δεν εμφανίζεται τυχαία. Ο συντάκτης τη χρησιμοποιεί για να καυτηριάσει τη μεγάλη αντίθεση μεταξύ του πνευματικού μεγαλείου της αρχαίας πόλης και της μετριότητας ή της αμάθειας που, κατά την άποψή του, κυριαρχεί στους κατοίκους της νέας εποχής. Παροιμιώδης ρήση που ενσωματώνεται για να συνοψίσει την απογοήτευση και την ειρωνεία της εποχής.
Στο πλαίσιο της γέννησης των νέων Αθηνών, το σχόλιο αυτό αποκτά ακόμα μεγαλύτερη αξία. Η πόλη που έχει οριστεί επισήμως Πρωτεύουσα και Καθέδρα του Ελληνικού Βασιλείου στα μάτια των περιηγητών και λογίων κουβαλά βαρύ φορτίο προσδοκιών. Είναι το σύμβολο της αναγέννησης της Ελλάδας, το σημείο όπου ο νέος κόσμος συναντά το αρχαίο κλέος. Κι όμως, η πραγματικότητα ήταν σκληρή. Αργή ανοικοδόμηση, πενιχρές υποδομές, έλλειψη εκπαίδευσης, αμφίβολη πολιτική σταθερότητα.
Ετσι, η φράση «Ω Αθήνα, πρώτη χώρα…» δεν περιοριζόταν στον σαρκασμό. Ηταν μαρτυρία για το πώς η Ευρώπη έβλεπε την Αθήνα της εποχής. Με δέος για το παρελθόν και με απορία, πολλές δε φορές με απογοήτευση για το παρόν. Η νέα πρωτεύουσα, ενώ έφερε στον τίτλο της το βαρύ όνομα της αρχαιότητας, έπρεπε να αποδείξει στην πράξη ότι μπορούσε να γίνει άξια διάδοχός της.
Η ευρωπαϊκή ματιά για το νεοσύστατο κράτος
Η καταγραφή του «Das Ausland» είναι ανεκτίμητη. Συνδέει άμεσα το νεοσύστατο ελληνικό κράτος με την ευρωπαϊκή ματιά και μας κληροδοτεί ένα απόφθεγμα που αποτυπώνει το ιστορικό παράδοξο εκείνης της στιγμής. Η Αθήνα του 1834 ήταν ένα εργαστήριο ελπίδων και αντιφάσεων, μια πόλη όπου οι σκιές των αρχαίων φιλοσόφων περπατούσαν ανάμεσα σε καφενεία και μισογκρεμισμένα σπίτια. Και η φράση μένει, με το διαχρονικό σχόλιο πως μια πόλη που υπήρξε το λίκνο της σοφίας μπορεί να βρεθεί, έστω και προσωρινά, να «τρέφει γαϊδάρους»; Ο καθείς και η καθεμία ας δώσει την απάντηση κατά το δοκούν.