Από τα χρόνια του Οθωνα ακόμη, είχαν γίνει σημείο συνάντησης για τις λαϊκές τάξεις της εποχής
Ο περιπατητής που θα εισέλθει στην πολύβουη από τουρίστες οδό Πανδρόσου θα συναντήσει στη δεξιά πλευρά της στενής οδού τα Σκαλάκια. Στις ημέρες μας δεν οδηγούν πουθενά και είναι αδιέξοδο που καταλήγει σε κάγκελο, μέσω του οποίου φαίνεται η Αδριάνειος Βιβλιοθήκη. Αλλά τον 19ο αιώνα τα σκαλοπάτια αυτά οδηγούσαν στο πλάτωμα της Παλαιάς Αγοράς. Αποτελούσαν δε, επί δεκαετίες, το σκηνικό μιας ιδιότυπης καθημερινότητας.
- Από τον Ελευθέριο Σκιαδά
Στα σκαλοπάτια αυτά δεν στεγάζονταν τουριστικά καταστήματα, όπως σήμερα. Εκεί είχαν βρει τη θέση τους τα πρώτα κουρεία των Αθηνών. Μικρές ξύλινες «φωλιές», όπου η τέχνη του κουρέα συνδυαζόταν με την υπαίθρια ζωή της αγοράς. Σύμφωνα με πολύτιμη αφήγηση του Σπύρου Δάσιου, τα κουρεία στα Σκαλάκια δεν ήταν μεγάλα ή πολυτελή. Ηταν μικροσκοπικές παράγκες, με έναν μικρό καθρέπτη, λίγες καρέκλες και ένα μπρίκι με ζεστό νερό για τα ξυρίσματα.
Παρά την ταπεινότητά τους, όμως, στα χρόνια του Οθωνα ακόμη, έγιναν γνωστά ως σημείο συνάντησης για τις λαϊκές τάξεις της εποχής. Οι κουρείς, συχνά φουστανελοφόροι, στέκονταν στο ύπαιθρο και εργάζονταν κάτω από μια τεντωμένη λινάτσα που τους προστάτευε από ήλιο και βροχή. Το επάγγελμά τους δηλωνόταν με μια τενεκεδένια λεκάνη, κρεμασμένη σε κοντάρι, σύμβολο γνωστό σε όλους τους περαστικούς.
Το ξύρισμα στα Σκαλάκια ήταν καθημερινή ανάγκη και τελετουργία. Οι πελάτες καλούνταν συχνά να κάνουν «αμύγδαλο», δηλαδή να φουσκώσουν την παρειά τους με τη γλώσσα τους, ώστε ο κουρέας να φτάσει και στο πιο δύσκολο σημείο με το ξυράφι του. Η εικόνα ενός κουρέα να γυαλίζει το ξυράφι του σε ένα λουρί που κρεμόταν από τον λαιμό του πελάτη είναι χαρακτηριστική για την ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής. Ατμόσφαιρα γεμάτη από μικρές και ζωντανές λεπτομέρειες.
Οι παράγκες αυτές έκρυβαν και άλλες εκπλήξεις. Στα λιγοστά παράθυρα που διέθεταν, υπήρχε συχνά μια γυάλα με βδέλλες. Οι βδέλλες χρησιμοποιούνταν τότε για αφαιμάξεις, μια διαδεδομένη θεραπευτική μέθοδος. Η παρουσία τους μαρτυρά τον πολυδιάστατο ρόλο του κουρέα εκείνα τα χρόνια. Ηταν καλλωπιστής και πρόχειρος θεραπευτής. Ως προς την εμπορία των βδελλών έχουμε αφιερώσει παλαιότερο σημείωμά μας.
Παρά την πρακτικότητα και τη γοητεία τους, τα κουρεία στα Σκαλάκια δεν άργησαν να θεωρηθούν «λαϊκά». Καθώς η πόλη μεγάλωνε και τα νέα αστικά κουρεία ξεπετάγονταν σε κεντρικότερους δρόμους, τα Σκαλάκια άρχισαν να συνδέονται με τις πιο ταπεινές κοινωνικές τάξεις. Ο Σπύρος Δάσιος μας παραδίδει την ατμόσφαιρα της εποχής μέσα από έναν σκωπτικό διάλογο που ήταν διαδεδομένος στην Αθήνα:
- «Πού ξυρίζεσαι;»
- «Στα Σκαλάκια» απαντούσε ο άλλος και η απάντηση γινόταν δεκτή με χαμόγελο, σαν να επρόκειτο για κάτι κατώτερο, αλλά και γραφικό συνάμα.
Ωστόσο, πίσω από αυτόν τον τόνο ειρωνείας κρυβόταν η καθημερινή ζωή της παλιάς πόλης. Εκεί, πάνω στα σκαλοπάτια που έφερναν τον κόσμο από την οδό Πανδρόσου στα αμπατζίδικα και τα τσαρουχάδικα, οι κουρείς έδιναν έναν ρυθμό στις μικρές ιστορίες των κατοίκων. Το κουρείο ήταν χώρος περιποίησης αλλά και σημείο κοινωνικής συναναστροφής, ανταλλαγής νέων, ακόμα και σχολιασμού της καθημερινότητας. Ενας κόσμος ολόκληρος ζούσε γύρω από τα πρόχειρα ξυλουργήματα που οι κουρείς αποκαλούσαν «φωλιές» τους.
Με φουστανέλα
Η παρουσία των κουρείων στα Σκαλάκια υπήρξε τόσο έντονη, ώστε για πολλά χρόνια αποτελούσαν το πιο ζωντανό στοιχείο αυτής της γωνιάς της πόλης. Στον στενό χώρο τους, οι φουστανελοφόροι τεχνίτες, ζώνοντας τη φουστανέλα τους με άσπρες ή κόκκινες πετσέτες για να προφυλάσσονται από τις σταγόνες αίματος, συνέχιζαν την παράδοση της τέχνης του ξυρίσματος. Εκεί δοκιμάζονταν και τεχνικές, όπως το «κόντρα» ξύρισμα, που απαιτούσαν μεγάλη δεξιοτεχνία και ψυχραιμία.
Τα Σκαλάκια της Παλαιάς Αγοράς είχαν τη δική τους ταυτότητα. Ηταν πέρασμα και ολόκληρος μικρόκοσμος, όπου συνυπήρχαν η τέχνη, η παράδοση, το εμπόριο και η λαϊκή ζωή. Παρά την ιδιαίτερη θέση που κατείχαν στην καθημερινότητα των Αθηναίων, τα κουρεία στα Σκαλάκια άρχισαν σιγά σιγά να χάνουν την αίγλη τους. Με την εξέλιξη της πόλης, την εμφάνιση νέων καταστημάτων και πιο άνετων, «ευρωπαϊκού τύπου» κουρείων, οι μικρές αυτές παράγκες στα σκαλοπάτια της Πανδρόσου έμειναν πίσω, ως κατάλοιπο μιας παλαιότερης εποχής.
Η εικόνα του κουρέα που δούλευε υπαίθρια, με τα λιγοστά εργαλεία του και τη γυάλα με τις βδέλλες, φαινόταν πλέον σε πολλούς σαν γραφικότητα ή και ένδειξη φτώχειας. Εξάλλου, όπως καταθέτει ο Τίμος Μωραϊτίνης, οι παλαιοί Αθηναίοι πήγαιναν στα κουρεία αυτά γιατί μπορούσαν να ξυριστούν με λίγες πενταροδεκάρες. Τα «καλά» ή «αριστοκρατικά» κουρεία ήταν στην οδό Αιόλου και στα Χαυτεία. Αυτό δεν σημαίνει πως διέθεταν τις ανέσεις των νεότερων χρόνων. Είχαν μία απέριττη επίπλωση και σχετική καθαριότητα.
Αν παραλείψουμε τη γραφική πλευρά, πρέπει να αποδεχτούμε ότι τα κουρεία στα Σκαλάκια ήταν θαύμα ακαταστασίας και ξυριστικής τέχνης. Οπως έγραφε ο Μωραϊτίνης, «ο ανερχόμενος την μαρμάρινη κλίμακα διά να ξυρισθή δεν διέφερε και πολύ από τον μάρτυρα που ανέβαινε στο ικρίωμα. Μια παληά πολυθρόνα ή συνηθέστερα μία καρέκλα απέναντι ενός τεμαχίου καθρέπτου ή μιας κορνίζας μόνον άνευ καθρέπτου ήτο το εδώλιον του κατηγορουμένου»! Εξάλλου, η έλλειψη φωτισμού ήταν ο λόγος που δεν κούρευαν τους πελάτες μέσα στις φωλιές και προτιμούσαν το ύπαιθρο.
Πάντως, ούτως ή άλλως, φαίνεται πως τα… ατυχήματα ήταν συχνά και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τα αποκαλούσαν «σφαγεία»! Σωζόμενη περιγραφή αποδίδει την πραγματικότητα: «Το ξουράφι αφού επερνούσε από το πετσί ή από το ακόνι εχώρει κατόπιν διά μέσου αφρών σαπουνάδας θερίζον όχι μόνον τας τρίχας αλλά και μέρος του προσώπου και της κάτω σιαγόνος»! Ο πλούτος εκείνων των κουρέων περιοριζόταν, εξάλλου, σε δύο ψαλίδια, δύο ή τρία ξυράφια, μερικά μπουκαλάκια με κολόνια ή κανελόλαδο και την απαραίτητη μαντέκα. Το κανελόλαδο χρησίμευε για το πασάλειμμα και στρώσιμο των μαλλιών και η μαντέκα για το βάψιμο του μουστακιού. Στα τραύματα που είχαν προκληθεί από το ξυράφι συνήθως τοποθετούσαν κομμάτια τσιγαρόχαρτου.
Η μεγάλη πυρκαγιά που σάρωσε τα πάντα
Κάπως έτσι είχαν τα πράγματα μέχρι τον Αύγουστο 1884, όταν ξέσπασε η μεγάλη πυρκαγιά που αποτέφρωσε την Παλαιά Αγορά. Οι φλόγες σάρωσαν τα πάντα. Παράγκες, κουρεία, μικρομάγαζα, αλλά και τον πύργο με το περίφημο ρολόι που είχε δωρίσει στην πόλη των Αθηνών ο Λόρδος Ελγιν, προσπαθώντας να εξιλεωθεί για την αρπαγή των γλυπτών του Παρθενώνα. Είναι γνωστό ότι εκεί σύχναζαν οι «μάγκες του ρολογιού». Σύμβολα ολόκληρης εποχής χάθηκαν μέσα στις φλόγες εκείνου του καλοκαιριού.
Ως γνωστόν, ακολούθησε η ανέγερση της Νέας Δημοτικής Αγοράς της οδού Αθηνάς και πλέον τα Σκαλάκια, με τα κουρεία και τους ανθρώπους τους, έμειναν στη μνήμη και στις αφηγήσεις. Και όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, ενώ όσο λειτουργούσαν απολάμβαναν μόνον δηκτικά σχόλια και υποτιμήσεις, όταν εξαφανίστηκαν υμνήθηκαν για τη ζεστασιά που προσέφεραν στη στενή και ζωντανή οδό Πανδρόσου. Γιατί τα κουρεία στα Σκαλάκια της Παλαιάς Αγοράς ήταν τόποι καθημερινών συναντήσεων. Μικρές σκηνές όπου εκτυλίσσονταν οι ιστορίες των κατοίκων της πόλης. Οπότε η μνήμη ή η περιγραφή τους λειτουργούν ακόμη σαν παράθυρο σε μια Αθήνα που χάθηκε.