Ο διαγωνισμός κατασκευής, η επιτροπή ανέγερσης, τα αποκαλυπτήρια, οι κομματικές σκοπιμότητες και η πολιτική αντιπαράθεση για το μνημείο σύμβολο ενότητας του λαού
Στο επίκεντρο μιας έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης βρίσκεται εδώ και αρκετές ημέρες το θέμα του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη στην πλατεία Συντάγματος – γεγονός που αναπόφευκτα ξεσηκώνει ποικίλες αντιδράσεις και σχόλια εκ μέρους της ελληνικής κοινωνίας, συντηρώντας άλλη μια εστία έντασης εν μέσω κρίσιμων συγκυριών σε διεθνές επίπεδο.
- Από τον Σωτήρη Λέτσιο
Οσα διαδραματίζονται τις τελευταίες ημέρες θέτουν ασφαλώς και την ευθύνη που έχουμε εμείς ως πολίτες αυτής της χώρας απέναντι σε ένα μνημείο ύψιστου εθνικού και ιστορικού συμβολισμού, αλλά και το κατά πόσο έχουμε επιδείξει σεβασμό προς αυτό φροντίζοντας ώστε να παραμένει σύμβολο ενότητας και μακριά από τις κατά καιρούς κομματικές σκοπιμότητες.
Είναι επίσης γεγονός αναμφισβήτητο ότι ως λαός αδιαφορούμε για τα θέματα της ελληνικής Ιστορίας. Πόσο μάλλον για ό,τι έχει σχέση με το Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη και τη διατήρηση της σημασίας που αυτό θα πρέπει να έχει από γενιά σε γενιά. Επιχειρώντας μια αναδρομή στο παρελθόν μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι για πρώτη φορά τέθηκε ως θέμα η ανέγερση μνημείων μετά το τέλος των δύο νικηφόρων για την πατρίδα μας Βαλκανικών Πολέμων.

Τότε, προκειμένου να τιμηθούν οι πεσόντες Ελληνες στρατιώτες στα πεδία των μαχών, αποφασίστηκε να στηθούν κατά τα έτη 1913 και 1914 δεκάδες αναμνηστικές στήλες -σε πόλεις και χωριά της Παλαιάς Ελλάδας- όπως και μεγάλος αριθμός αναμνηστικών πλακών στις οποίες είχαν χαραχθεί τα ονόματα των ηρωικών νεκρών.
Στη Γαλλία
Το πέρας του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου -του φονικότερου έως τότε στην ιστορία της ανθρωπότητας- έφερε στο προσκήνιο τη συζήτηση για το πώς θα έπρεπε να τιμήσουν τα κράτη και οι λαοί όσους θυσιάστηκαν για το αγαθό της ειρήνης. Η Γαλλία πρώτη προχώρησε στην εγκατάσταση του μνημείου, τον Ιανουάριο του 1921, προς τιμήν του ανώνυμου ήρωα στρατιώτη κάτω από την Αψίδα του Θριάμβου, όπου μια φλόγα παραμένει από τότε διαρκώς αναμμένη (σ.σ.: κάθε βράδυ, στις 6.30, οι ενώσεις των παλαίμαχων πολεμιστών φροντίζουν με συνέπεια να αναζωπυρώνουν τη φλόγα! Κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα ουδέποτε έχουμε διανοηθεί).
Η Γαλλία στις αρχές της δεκαετίας του ’20 είχε ανοίξει τον δρόμο για να ακολουθήσουν το παράδειγμά της και άλλες χώρες – μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Οι διαδικασίες για την κατασκευή ενός τέτοιου μνημείου άρχισαν από τον Θεόδωρο Πάγκαλο, όταν αυτός αποφάσισε με την ιδιότητα του υπουργού Στρατιωτικών, στις 3 Μαρτίου 1926, να προκηρυχθεί καλλιτεχνικός διαγωνισμός στην εφημερίδα «Εσπέρα» «διά την υποβολήν μελέτης ανεγέρσεως τάφου Αγνώστου Στρατιώτου εις την έμπροσθεν των Παλαιών Ανακτόρων Πλατείαν, καταλλήλος προς τούτο διαρρυθμιζομένην».
Στις 9 Οκτωβρίου 1926 το υπουργείο Στρατιωτικών ενέκρινε και βράβευσε κατά πλειοψηφία τη μελέτη του αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λαζαρίδη, ενώ πολλοί ήταν εκείνοι που διαφωνούσαν με την τοποθεσία, υποστηρίζοντας ότι θα αλλοιωνόταν το αρχιτεκτονικό τοπίο πέριξ της πλατείας Συντάγματος. Τελικά, το 1929 ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος έκρινε ότι η καλύτερη θέση για τη δημιουργία του εν λόγω μνημείου ήταν στην πλατεία Ανακτόρων. Στην απόφαση αυτή κατέληξε επειδή θεωρούσε ότι το μνημείο θα έπρεπε να είναι στο κέντρο της πόλης, όπως και το αντίστοιχο της Γαλλίας.

Ο αρχιτέκτονας
Η επιτροπή ανέγερσης είχε δώσει όλη την ευθύνη κατασκευής στον αρχιτέκτονα Μανώλη Λαζαρίδη. Αρχικά αυτός είχε συνεργαστεί με τον γλύπτη Θωμά Θωμόπουλο, ο οποίος είχε προτείνει ως κεντρικό γλυπτό την παράσταση γιγαντομαχίας, όπου μια μορφή αγγέλου -η οποία θα συμβόλιζε την Ελλάδα- θα παραλάμβανε στοργικά τον νεκρό στρατιώτη. Παρά την αρχική συμφωνία με τον Θωμόπουλο, ο Λαζαρίδης, ως επιβλέπων όλων των εργασιών, προχώρησε το 1930 στην αντικατάσταση του Θωμόπουλου από τον γλύπτη Φωκίωνα Ροκ με ομόφωνη απόφαση της επιτροπής ανέγερσης. Η συγκεκριμένη επιτροπή στη συνέχεια ενέκρινε μια νέα πρόταση για το έργο, στο οποίο λαξεύτηκε το σώμα ενός οπλίτη σε ύπτια στάση και «εκτάδην κειμένου» (ξαπλωμένου στο έδαφος). Ο νεκρός πολεμιστής στο αριστερό χέρι κρατάει κυκλική ασπίδα, στο κεφάλι φοράει αρχαίο κράνος και με το πρόσωπο στραμμένο προς τα πάνω ατενίζει γαλήνια την αιωνιότητα.
Η παράδοση
Η ημέρα για την παράδοση προς τον ελληνικό λαό του Μνημείου του Αγνωστου Στρατιώτη ορίστηκε η 25η Μαρτίου 1932, μέσα σε εορταστική ατμόσφαιρα και παρουσία της πολιτικής ηγεσίας, ιεραρχών, εκπροσώπων των διπλωματικών αποστολών από πολλές ξένες χώρες αλλά και πλήθους κόσμου. Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου έκανε ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, αντιπρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου και υπουργός Εξωτερικών, ενώ επακολούθησαν η κατάθεση στεφανιών και η απόδοση από στρατιωτικό άγημα των κατάλληλων για την περίσταση τιμών. Μετά το τέλος της τελετής παρέλασαν τμήματα του Στρατού και μαθητές σχολείων, ενώ το βράδυ τελέστηκε λαμπαδηφορία με τη συμμετοχή 3.000 στρατιωτών.
Τη φρούρηση του μνημείου ανέλαβε ο ευζωνικός λόχος της Φρουράς του Προέδρου της Δημοκρατίας, που μετονομάστηκε σε «Φρουρά του Μνημείου του Αγνωστου Στρατιώτου». Από το 1935 έως και το 1974 ο λόχος μετονομάστηκε σε Βασιλική Φρουρά, ενώ από τη Μεταπολίτευση και μετά καθιερώθηκε ο όρος Προεδρική Φρουρά. Στο κέντρο του μνημείου αναγράφονται μάχες του Α’ και του Β’ Βαλκανικού Πολέμου και της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Στα δεξιά της σύνθεσης συγκρούσεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού στη Ρωσία. Μετά την απελευθέρωση το 1944 πάνω στο κενοτάφιο προστέθηκαν τα πεδία των μαχών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και αργότερα οι επιχειρήσεις στην Κορέα. Το 1994, με απόφαση της Βουλής των Ελλήνων προστέθηκε και το όνομα «Κύπρος».

Το 2015, ύστερα από εισήγηση του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού και σχετική απόφαση του Συμβουλίου Αρχηγών Γενικών Επιτελείων και του υπουργείου Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων, στο μνημείο προστέθηκαν οι λέξεις «Αιγαίο», «Ιόνιο», «Μεσόγειος» και «Ατλαντικός» σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον άγνωστο Ελληνα ναύτη που έπεσε εν καιρώ πολέμου.