Οταν τρεις μεγάλες δυνάμεις βρίσκονται σε κρίση ηγεσίας, η Ευρώπη χάνει τον βηματισμό της σε έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο απρόβλεπτος
Η Ευρώπη βρίσκεται σε μία από τις πιο ρευστές πολιτικές περιόδους των τελευταίων δεκαετιών. Οι ηγεσίες των μεγάλων χωρών της ηπείρου, Γερμανία, Βρετανία και Γαλλία, αντιμετωπίζουν ταυτόχρονες, πολυεπίπεδες κρίσεις που υπονομεύουν την κυβερνητική τους σταθερότητα, τη διεθνή τους αξιοπιστία και την ίδια τη δυνατότητα της Ευρώπης να χαράξει ενιαία στρατηγική σε έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο απρόβλεπτος.
Τα προβλήματα των τριών ηγετών παρουσιάζουν ένα κοινό μοτίβο: υψηλές προσδοκίες, χαμηλή απόδοση, εσωτερική φθορά και εξωτερικές πιέσεις που ξεπερνούν τις δυνατότητες διαχείρισης.
Ο Φρίντριχ Μερτς ανέλαβε την καγκελαρία υποσχόμενος να αναστήσει τη γερμανική ατμομηχανή και να επαναφέρει τη χώρα σε πρωταγωνιστικό ρόλο στην Ευρώπη. Ωστόσο, τα προβλήματα που κληρονόμησε είναι πιο περίπλοκα από όσο ίσως υπολόγιζε. Η ενεργειακή ανασφάλεια λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, οι διαταραγμένες σχέσεις με την Κίνα, η επιστροφή ενός απρόβλεπτου και πανίσχυρου Τραμπ στον Λευκό Οίκο και η εκ νέου άνοδος της ακροδεξιάς AfD αποτελούν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ. Παρά τις εξαγγελίες, η γερμανική οικονομία παραμένει στάσιμη. Το βιομηχανικό μοντέλο που επί δεκαετίες βασίστηκε σε φθηνή ενέργεια και εξαγωγές προς την Κίνα κλυδωνίζεται, ενώ οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις δεν βλέπουν κανένα σημάδι ανάκαμψης. Οι δείκτες της αγοράς κινούνται ασθμαίνοντας και η απογοήτευση στα γερμανικά νοικοκυριά μεγαλώνει.
Η εικόνα του Μερτς επιβαρύνεται και από ένα πολιτικό στιλ που θεωρείται διχαστικό. Οι δηλώσεις του για τη μετανάστευση προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις, ενώ οι εσωτερικές εντάσεις του κυβερνητικού συνασπισμού έχουν φτάσει σε οριακό σημείο. Ορισμένοι βουλευτές εκφράζουν ανοιχτά την αμφισβήτησή τους, ενώ η δημοφιλία του καγκελαρίου καταποντίζεται – μόλις το 16% τον θέλει εκ νέου υποψήφιο. Το 2026, με κομβικές περιφερειακές εκλογές και το φάσμα μιας ακροδεξιάς νίκης σε δύο ανατολικές πολιτείες, θα κρίνει τη βιωσιμότητα της κυβέρνησης. Αν ο Μερτς δεν δείξει απτά αποτελέσματα, δεν αποκλείεται να γίνει ο δεύτερος καγκελάριος μέσα σε λίγα χρόνια που δεν ολοκληρώνει θητεία.
Στη Βρετανία η εικόνα είναι διαφορετική αλλά εξίσου ανησυχητική. Ο Κιρ Στάρμερ κέρδισε τις εκλογές με μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αλλά μόλις με 34% των ψήφων. Μέσα σε έναν χρόνο η κυβέρνησή του έχει βρεθεί αντιμέτωπη με σειρά κρίσεων, αστοχιών και εσωτερικών συγκρούσεων που υπονομεύουν την ηγεσία του πρωθυπουργού. Οι φήμες περί ανταρσίας από κορυφαία στελέχη, όπως ο υπουργός Υγείας Γουές Στρίτινγκ, ξεσήκωσαν θύελλα που δεν έχει κοπάσει.
Οι αλληλοκατηγορίες Στάρμερ – Στρίτινγκ γύρω από φημολογούμενη απόπειρα ανατροπής αποκάλυψε ένα κόμμα βαθιά διχασμένο. Την ίδια στιγμή, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τους Εργατικούς να χάνουν έδαφος έναντι του αντιμεταναστευτικού Reform UK του Νάιτζελ Φάρατζ. Ο Στάρμερ δυσκολεύεται να διατυπώσει ένα πειστικό πολιτικό όραμα. Η οικονομία αναπτύσσεται με χαμηλούς ρυθμούς, οι δημόσιες υπηρεσίες δεν βελτιώνονται και οι επικείμενες αυξήσεις φόρων προκαλούν πολιτικό πανικό.
Η υπουργός Οικονομικών Ρέιτσελ Ριβς άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο υπαναχώρησης στις προεκλογικές δεσμεύσεις, γεγονός που μπορεί να ανάψει φωτιά στην ήδη ταραγμένη κοινοβουλευτική ομάδα. Οι επίδοξοι διάδοχοι είναι πολλοί αλλά κανείς δεν έχει ακόμη συγκεντρώσει την απαιτούμενη στήριξη για επίσημη αμφισβήτηση. Το ερώτημα δεν είναι αν θα υπάρξει πρόκληση ηγεσίας, αλλά πότε.
Και το πιο ανησυχητικό: Ακόμη κι αν ο Στάρμερ επιβιώσει, είναι αμφίβολο αν θα μπορέσει να αναστρέψει τη φθίνουσα πορεία μιας κυβέρνησης που μοιάζει εγκλωβισμένη στην ίδια της την αναποφασιστικότητα.
Η περίπτωση της Γαλλίας είναι ίσως η πιο ενδεικτική του ευρωπαϊκού παραδόξου: Ενας πρόεδρος που πρωταγωνιστεί στη διεθνή σκηνή αλλά παραπαίει στο εσωτερικό. Ο Εμανουέλ Μακρόν προβάλλει ως ο μόνος ηγέτης με πραγματικές φιλοδοξίες για την Ευρώπη – μιλά για στρατηγική αυτονομία, προσπαθεί να διαμορφώσει κοινή ευρωπαϊκή στάση απέναντι στον Τραμπ, στη Ρωσία και την Κίνα, και ηγείται των πρωτοβουλιών για την Ουκρανία. Ωστόσο, στο εσωτερικό η εικόνα του είναι εντελώς διαφορετική. Η Γαλλία βυθίζεται σε δημοσιονομικό χάος, με έλλειμμα ρεκόρ, καθυστερημένες μεταρρυθμίσεις και πολιτικό κατακερματισμό που δεν επιτρέπει τη δημιουργία σταθερής κυβέρνησης και ούτε καν την ψήφιση του προϋπολογισμού. Η πτώση των κυβερνήσεων και ο διορισμός πέντε πρωθυπουργών μέσα σε λίγα χρόνια αποτυπώνουν την αδυναμία του Μακρόν να διαχειριστεί την ίδια του τη χώρα.
Οι αξιολογήσεις από τους οίκους πιστοληπτικής ικανότητας υποχωρούν, οι επενδυτές ανησυχούν και οι πολίτες νιώθουν ότι η κυβέρνηση ασχολείται περισσότερο με τις Βρυξέλλες παρά με τη Γαλλία. Η άνοδος της Μαρίν Λεπέν και η αύξηση της επιρροής της ριζοσπαστικής αριστεράς δείχνουν ότι ο Μακρόν έχει χάσει το πολιτικό κέντρο που κάποτε αποτελούσε το φυσικό του πεδίο. Η μεγάλη αντίφαση της προεδρίας του είναι πως όσο περισσότερο αυξάνει την παρουσία του στην Ευρώπη τόσο περισσότερο αποδυναμώνεται στο Παρίσι. Κι αυτό ενέχει κινδύνους όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά και για μια Ευρώπη που χρειάζεται ηγεσία.
Η ευημερία της Ε.Ε. στην εποχή των παγετώνων
Η ταυτόχρονη κρίση στη Γερμανία, στη Βρετανία και τη Γαλλία αποκαλύπτει μια ήπειρο χωρίς σταθερά πολιτικά κέντρα. Οι τρεις χώρες που άλλοτε όριζαν τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό αντιμετωπίζουν σήμερα ηγεσίες αμφισβητούμενες, με χαμηλή εμπιστοσύνη και περιορισμένη ικανότητα άσκησης πολιτικής. Οι συνέπειες είναι σοβαρές, καθώς η Ε.Ε. δυσκολεύεται να χαράξει ενιαία στρατηγική απέναντι στις ΗΠΑ και στην Κίνα, ενώ η αντιμετώπιση της Ρωσίας εξαρτάται από την πρωτοβουλία μεμονωμένων ηγετών. Την ίδια ώρα η ευρωπαϊκή οικονομία παραμένει στάσιμη, χωρίς ισχυρό πυλώνα. Το 2026 θα αποτελέσει κομβική χρονιά για την Ευρώπη.
Αν οι τρεις κυβερνήσεις δεν καταφέρουν να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών τους, η ευρωπαϊκή πολιτική αρχιτεκτονική μπορεί να εισέλθει σε μια εποχή αστάθειας που θα θυμίζει περισσότερο δεκαετία κρίσης παρά εποχή ευημερίας.


