Η Ιρλανδία προστίθεται στις χώρες της Ευρώπης που επανεξετάζει το θέμα της υποδοχής μεταναστών καθώς και εκεί η κατάσταση έχει χτυπήσει “κόκκινο”.
«Τα ποσοστά των αιτούντων άσυλο είναι πολύ υψηλά και επιθυμούμε να επιβραδύνουμε τον ρυθμό αύξησης του πληθυσμού της Ιρλανδίας», δήλωσε ο υπουργός Δικαιοσύνης, Εσωτερικών Υποθέσεων και Μετανάστευσης, Τζον Ο’ Κάλαχαν, έπειτα από την απόφαση της κυβέρνησης να αυστηροποιήσει τη μεταναστευτική πολιτική.
Σύμφωνα με τη σελίδα της ιρλανδικής κυβέρνησης, αναθεωρούνται σχεδόν τα πάντα. Η επανένωση οικογενειών, θα γίνεται αποδεκτή, μόνο αν όσοι βρίσκονται υπό το καθεστώς διεθνούς προστασίας μπορούν να αποδείξουν ότι έχουν τους επαρκείς πόρους για να στηρίξουν τα μέλη της οικογένειάς τους, με μεικτό μισθό, ο οποίος θα πρέπει να ξεπερνά τις 44.300 ευρώ το έτος.
Επίσης οι ένοικοι καταλυμάτων διεθνούς προστασίας θα καταβάλλουν εβδομαδιαία στο κράτος ένα ποσό, το οποίο θα κυμαίνεται από 15 ευρώ έως 238 ευρώ, ανάλογα τις απολαβές τους, κάτι που υπολογίζεται ότι θα ανέρχεται στο 10% έως και 40% των εισοδημάτων.
Παράλληλα, το δικαίωμα για υπηκοότητα αυστηροποιείται, και πλέον θα κατοχυρώνεται στα πέντε έτη αντί για τρία, που ήταν μέχρι τώρα, με την προϋπόθεση μάλιστα να μην έχουν ζητηθεί κρατικά επιδόματα για τουλάχιστον δύο χρόνια πριν από την υποβολή της αίτησης.
“I can tell ya Ireland provides a much higher quality of accommodation than the vast majority of other EU countries” says Jim O’Callaghan
It’s no surprise that migrants want to come to Treasure Ireland pic.twitter.com/paL9uLVE2d
— Irishman (@IrishmanIRL) November 27, 2025
Παράλληλη οι αρχές θα μπορούν ευκολότερα να ανακαλέσουν άσυλο αν θεωρηθεί κάποιος ότι αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια της χώρας ή έχει καταδικαστεί για σοβαρό αδίκημα.
Σύμφωνα με τον Ο’ Κάλαχαν, το σύστημα ασύλου της χώρας πρέπει να γίνει πιο «αποτελεσματικό», με απώτερο σκοπό «να διασφαλιστεί η ακεραιότητα και η εμπιστοσύνη του λαού».
Οι καθαρές μεταναστευτικές ροές στην Ιρλανδία σχεδόν διπλασιάστηκαν από το 2022, σε σύγκριση με τα προ-πανδημίας επίπεδα, με έναν μέσο όρο 72.000 ατόμων ετησίως.


