Η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, σε συνεργασία με το υπουργείο Οικονομικών, εξετάζει νέο πλαίσιο κινήτρων για τους συνεπείς φορολογούμενους. Η κίνηση αυτή έρχεται την ώρα που η εφαρμογή του συστήματος τεκμαρτού προσδιορισμού εισοδημάτων για ελεύθερους επαγγελματίες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις αυξάνει τα φορολογικά έσοδα, αλλά παράλληλα οδηγεί σε εκτόξευση των ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Το οικονομικό επιτελείο προκρίνει τη δημιουργία ενός «λευκού Τειρεσία» κατά τα τραπεζικά πρότυπα. Οι φορολογούμενοι που πληρώνουν εγκαίρως θα μπορούν να επωφελούνται από ευνοϊκότερους όρους αποπληρωμής, περισσότερες δόσεις ή χαμηλότερα επιτόκια. Στόχος είναι να μειωθεί η αύξηση των ληξιπρόθεσμων χρεών, κυρίως για όσους δεν είναι στρατηγικοί κακοπληρωτές αλλά αδυνατούν να ανταποκριθούν στις νέες επιβαρύνσεις.
Τα στοιχεία της ΑΑΔΕ για την περίοδο Ιανουαρίου – Αυγούστου 2025 δείχνουν σαφή διόγκωση των οφειλών. Μόνο τον Αύγουστο, τα νέα ληξιπρόθεσμα χρέη ανήλθαν σε 1,47 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 145,5% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2024. Από αυτά, 300 εκατ. ευρώ αφορούν απλήρωτο φόρο εισοδήματος και 889,2 εκατ. ευρώ ΦΠΑ, υποχρεώσεις που συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με τον νέο μηχανισμό τεκμαρτής φορολόγησης και όχι με δηλωθέντα εισοδήματα προηγούμενων ετών.
Στελέχη του υπουργείου σημειώνουν ότι πολλοί επαγγελματίες που επί χρόνια υποδήλωναν χαμηλότερα εισοδήματα τώρα αντιδρούν στις αυξημένες φορολογικές απαιτήσεις, με ορισμένους να μην πληρώνουν ούτε το τεκμαρτό εισόδημα ούτε τον αναλογούντα ΦΠΑ.
Στο σύνολο της οικονομίας, τα ληξιπρόθεσμα χρέη φτάνουν πλέον τα 111,6 δισ. ευρώ, με σχεδόν έναν στους δύο ενεργούς φορολογούμενους να εμφανίζει οφειλές προς την Εφορία (3.973.220 φυσικά και νομικά πρόσωπα). Παρά το τεράστιο ποσό, εκτιμάται ότι το πραγματικά εισπράξιμο μέρος δεν ξεπερνά τα 23–30 δισ. ευρώ, ενώ πάνω από 27 δισ. ευρώ θεωρούνται ήδη ανεπίδεκτα είσπραξης. Σύντομα αναμένεται να προστεθούν άλλα περίπου 11 δισ. ευρώ σε αυτή την κατηγορία, περιορίζοντας τις ρεαλιστικές προσδοκίες είσπραξης.
Οι ειδικοί εκτιμούν ότι τελικά μπορεί να ανακτηθεί μόλις το ένα τέταρτο των συνολικών ληξιπρόθεσμων οφειλών.


