Τα αποκαλυπτικά στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ. για τη ραγδαία μείωση όσων επιλέγουν το ιερό μυστήριο. Το σύμφωνο συμβίωσης, τα ομόφυλα ζευγάρια, τα διαζύγια και μια πραγματικότητα που πίσω από τα νούμερα είναι πολύ πιο σύνθετη
Ραγδαία πτώση σημειώνουν οι θρησκευτικοί γάμοι στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ. (Ελληνική Στατιστική Αρχή) για το 2024. Η μεταστροφή αυτή συνοδεύεται από γενικότερη κάμψη των γάμων και των γεννήσεων, ενώ πρώτη φορά καταγράφονται γάμοι μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου.
- Aπό τον Απόστολο Σπύρου
Οι θάνατοι παραμένουν σχεδόν διπλάσιοι από τις γεννήσεις, ενώ τα διαζύγια αυξάνονται, αναδεικνύοντας τη διάχυτη κρίση του θεσμού του γάμου και της οικογένειας στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία.
Ειδικότερα, από το 1994 έως το 2024 οι θρησκευτικοί γάμοι στην Ελλάδα μειώθηκαν δραστικά, από 89,6% σε 38,5% των συνολικών γάμων, με το χαμηλότερο ποσοστό (29,5%) το 2020 λόγω κορονοϊού. Τα σύμφωνα συμβίωσης το 2024 ανήλθαν σε 14.486, παρουσιάζοντας μείωση κατά 3,9% σε σύγκριση με το 2023, που ήταν 15.069. Στους γάμους του έτους 2024 περιλαμβάνονται, πρώτη φορά στα ελληνικά χρονικά μετά και την ψήφιση του νομοσχεδίου που βρήκε αντίθετη την Εκκλησία και μεγάλο μέρος της κοινωνίας, 192 «γάμοι» μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου.

Οι γεννήσεις το 2024 ανήλθαν σε 68.467, μειωμένες κατά 4,2% σε σχέση με το 2023, ενώ οι θάνατοι ήταν 126.916, μειωμένοι κατά 0,9%. Η βρεφική θνησιμότητα αυξήθηκε από 3,5‰ το 2023 σε 3,8‰ το 2024. Τα διαζύγια αυξήθηκαν σε 15.532 (2,8% αύξηση), εκ των οποίων 82,4% συναινετικά και 12,1% κατ’ αντιδικία, με το 66,4% να αφορά γάμους άνω των 10 ετών. Η αναλογία διαζυγίων ανά 100 γάμους αυξήθηκε σε 42,4.
Η πλειονότητα συνάπτει τον πρώτο γάμο μεταξύ 30 και 34 ετών. Στα διαζύγια οι γυναίκες κυρίως διαλύουν τον γάμο σε ηλικία 40-44 ετών, ενώ οι άντρες σε 45-49 ετών. Οι γυναίκες υπερτερούν αριθμητικά σε διαζύγια έως 44 ετών, αντιστρέφοντας την τάση από τα 45 έτη και άνω.
Τα παραπάνω στοιχεία δημοσίευσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή για την εξέλιξη των δημογραφικών μεγεθών στην Ελλάδα κατά το έτος 2024 και συλλέχθησαν από σχετικές ληξιαρχικές πράξεις, όπως εκδίδονται από τις αρμόδιες δημοτικές Αρχές και καταχωρίζονται σε πληροφοριακό σύστημα του υπουργείου Εσωτερικών. Τα δεδομένα αφορούν γεγονότα φυσικής κίνησης πληθυσμού, όπως γεννήσεις, θανάτους, γάμους, σύμφωνα συμβίωσης και διαζύγια που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα το 2024.
Ο π. Αντώνιος Καλλιγέρης, διευθυντής της Διεύθυνσης Ποιμαντικής Γάμου και Οικογένειας της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, σχολιάζει στην «Ορθόδοξη Αλήθεια» τα πρόσφατα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής σχετικά με τη θρησκευτική ταυτότητα των Ελλήνων και τη δημογραφική εξέλιξη της χώρας. Παρά τη σημαντική πτώση στο ποσοστό όσων δηλώνουν χριστιανοί ορθόδοξοι, υπογραμμίζει ότι η πραγματικότητα πίσω από τα νούμερα είναι πολύ πιο σύνθετη και δεν περιορίζεται σε στατιστικές απώλειες.
Σημειώνει ότι η πίστη ως προσωπικό βίωμα έχει αποδυναμωθεί, γεγονός που φαίνεται καθαρά σε κρίσιμες επιλογές της ζωής, όπως η σύναψη γάμου. Πολλοί άνθρωποι δεν καταφεύγουν πλέον στην Εκκλησία, επειδή δεν αναγνωρίζουν σε αυτήν ουσιαστικό νόημα ζωής. Η πίστη, όπως την αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι σήμερα, εκφράζεται συχνά με απλές ατομικές πρακτικές, όπως το άναμμα ενός κεριού, και όχι με συμμετοχή στα μυστήρια ή στην πνευματική ζωή της κοινότητας.
«Λιγότεροι Έλληνες αισθάνονται ότι η εκκλησία έχει κάτι να “πει”»
Ο π. Αντώνιος παρατηρεί ότι «αποτυπώνεται μία κρίση: ολοένα και λιγότεροι Ελληνες αισθάνονται ότι η Εκκλησία έχει κάτι να τους “πει”. Είναι μία πραγματικότητα, που ξεκινά εδώ και πολλά χρόνια. Οι περισσότεροι θρησκεύουν, αλλά ελάχιστοι θεωρούν πνοή ζωής τη διδασκαλία της Εκκλησίας. Αυτό φαίνεται και στα στοιχεία που δημοσιεύονται». Οσον αφορά τη δέσμευση μέσα στις σχέσεις, ο π. Αντώνιος επισημαίνει ότι η αφοσίωση και η σταθερότητα δεν συνδέονται με την ευκολία σύναψης του γάμου.
Οπως σημειώνει: «Οι άνθρωποι χωρίζουν το ίδιο εύκολα είτε έχουν συνάψει πολιτικό γάμο, σύμφωνο συμβίωσης ή θρησκευτικό γάμο». Σύμφωνα με τον ίδιο, ο θρησκευτικός γάμος θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ανάχωμα στη διάλυση σχέσεων, εάν οι πιστοί έδιναν πραγματική σημασία στο Ευαγγέλιο και στη διδασκαλία της Εκκλησίας. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι διαφορετική: Η πλειονότητα των πιστών δεν νοηματοδοτεί τη ζωή της μέσω της Εκκλησίας και «δεν συμμετέχει συνειδητά στο μυστήριο», εστιάζοντας περισσότερο σε εξωτερικές και ρομαντικές παραδόσεις, όπως τα ρύζια, το ντύσιμο του γαμπρού και της νύφης.

Τα ανεπαρκή κατηχητικά και η ανάγκη για «ενεργές και προσκλητικές ενορίες»
Η έλλειψη ουσιαστικής συμμετοχής στο ιερό μυστήριο του γάμου, σύμφωνα με τον π. Αντώνιο, δεν οφείλεται μόνο στη στάση των πιστών, αλλά και στην Εκκλησία την ίδια. Τα κατηχητικά σχολεία και η κατήχηση δεν επαρκούν πλέον. Για να ανακτηθεί η πνευματική ουσία του γάμου και να στηριχτεί πραγματικά η δέσμευση των ζευγαριών, χρειάζονται «ενεργές και προσκλητικές ενορίες», στις οποίες η πίστη και τα προσωπικά ερωτήματα των ανθρώπων να γίνονται αντικείμενο διαλόγου και πνευματικής συνοδείας.
Μόνο μέσα από μια συνεπή και ουσιαστική ποιμαντική προσπάθεια μπορεί να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των πιστών και η συνειδητή συμμετοχή τους στα μυστήρια της Εκκλησίας. Ακόμη, τονίζει ότι ο οικονομικός παράγοντας, τον οποίο συχνά επικαλούνται οι νέοι για την επιλογή πολιτικού γάμου αντί του θρησκευτικού, είναι δευτερεύον.
Το άλλοθι
Οπως εξηγεί, αν κάποιος αρκούνταν μόνο στο μυστήριο της εκκλησίας για την τέλεση του γάμου, τα οικονομικά ζητήματα θα ήταν αμετάβλητα. Τα μεγάλα ποσά που αποθαρρύνουν τους νέους αφορούν κυρίως τις δαπάνες που σχετίζονται με τη δεξίωση μετά την τελετή, όπως τα κτήματα, τα κέντρα διασκέδασης και οι υπόλοιπες κοινωνικές εκδηλώσεις. Αυτό, σύμφωνα με τον ίδιο, αποτελεί απλώς ένα άλλοθι.
Επισημαίνει επίσης τη διαφορά με την Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα, η οποία πραγματοποιεί τέσσερις συναντήσεις με τα υποψήφια ζευγάρια προτού δώσει την άδεια για τέλεση γάμου, ενώ η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν εφαρμόζει αντίστοιχες διαδικασίες. Η σύγκριση αυτή αναδεικνύει την ανάγκη για οργανωμένη και συστηματική ποιμαντική υποστήριξη των ζευγαριών, ώστε η πίστη να αποκτήσει ουσιαστικό ρόλο στη ζωή τους και στις σχέσεις τους.

Με συμμετοχή
Υπογραμμίζει με ιδιαίτερη έμφαση την ανάγκη ύπαρξης ενεργών και ζωντανών ενοριών, όπου οι πιστοί δεν περιορίζονται στην παρουσία τους μόνο τις Κυριακές για τη λειτουργία ή τα τυπικά τελετουργικά, αλλά συμμετέχουν ενεργά στη ζωή της Εκκλησίας. «Χρειαζόμαστε ενορίες ζωντανές, όπου οι πιστοί δεν είναι μόνο πιστοί της Κυριακής» τονίζει χαρακτηριστικά και σημειώνει ότι για να μπορέσουν οι άνθρωποι να εμπιστευτούν τον προσωπικό τους πόνο, τις σχέσεις τους και τη ζωή τους στην Εκκλησία, απαιτείται συνεπής και διαρκής ποιμαντική εργασία, η οποία ξεκινά από την κατήχηση όλων των ηλικιών και περιλαμβάνει τη μελέτη της Αγίας Γραφής αλλά και τη διαρκή πνευματική συνοδεία των πιστών.
Με άλλα λόγια, η Εκκλησία καλείται να λειτουργεί ως ζωντανός πνευματικός οργανισμός που συνοδεύει τον άνθρωπο σε όλα τα στάδια της ζωής του, παρέχοντας γνώση, καθοδήγηση και ψυχοπνευματική στήριξη. Η Εκκλησία πρέπει να επικεντρωθεί σε αυτήν την αλλαγή, όχι στα επιδόματα ή στις τυπικές τελετές. Εξάλλου, το κέντρο της ποιμαντικής διακονίας πρέπει να είναι ο άνθρωπος και η προοπτική του, και όχι ο θεσμός.

Χρειάζεται ποιμαντική αναζωογόνηση
Ολοκληρώνοντας την τοποθέτησή του, ο π. Αντώνιος εκφράζει μια αισιόδοξη προοπτική για το μέλλον της Εκκλησίας και των σχέσεων μέσα σε αυτήν. Παρά τις προκλήσεις και την κρίση που καταγράφεται γύρω από τη δέσμευση, τον γάμο και τη συμμετοχή στην εκκλησιαστική ζωή, πιστεύει ότι είναι δυνατή η ανατροπή. Η αισιοδοξία του στηρίζεται στο γεγονός ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι εργάζονται με συνέπεια, αφιερώνουν χρόνο και κόπο και συγκροτούν ενεργές και ζωντανές ενορίες, που λειτουργούν ως πυρήνες πνευματικής συνοδείας και στήριξης των πιστών. Η ανατροπή που προαναγγέλλει ο π. Αντώνιος δεν αφορά απλώς αύξηση στα στατιστικά ποσοστά ή τυπική συμμετοχή, αλλά μια βαθύτερη ποιμαντική αναζωογόνηση, όπου η Εκκλησία ξαναγίνεται ενεργός συνοδοιπόρος της ζωής των ανθρώπων.


