Στόχος της μουσικής της εκκλησιαστικής μυσταγωγίας δεν είναι η συναισθηματική διέγερση, αλλά η δημιουργία κλίματος κατάνυξης, αυτομεμψίας και μετανοίας. Ο φυσικός χώρος της είναι η Θεία Λατρεία
Mαζί με την ορθόδοξη Υμνογραφία μεγάλη ανάπτυξη έλαβε στην ελληνορθόδοξη λατρειακή πράξη και η Βυζαντινή Μουσική. Αυτό είναι όμως ευνόητο. Αν ο λόγος των Υμνων είναι η μητρική φωνή της Ορθοδοξίας, η Μελωδία (Μουσική) είναι το κατάλληλο και αναντικατάστατο ένδυμά του.
- Του μακαριστού π. Γεώργιου Δ. Μεταλληνού
Βέβαια, η Μουσική υπάρχει για τον Λόγο, «των ρημάτων την δύναμιν», για να καθιστά εύληπτο και προσιτό τον λειτουργικό λόγο, και δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτόν, ως αυτόνομη μουσική τέχνη, όπως έγινε στη Δύση. Εως τον 9ο αιώνα οι Υμνογράφοι ήταν και «μελωδοί», δημιουργώντας ολόκληρο τον ύμνο, και τον λόγο και το μουσικό ένδυμά του. Αργότερα θα εμφανιστούν οι Μεταμελωδικοί Υμνογράφοι, γράφοντας ύμνους με βάση τα γνωστά και ήδη καθιερωμένα μουσικά πρότυπα, τα «Προσόμοια».
Στόχος της Μουσικής της εκκλησιαστικής Λατρείας δεν είναι η τέρψη, η συναισθηματική διέγερση, αλλά η δημιουργία κλίματος κατάνυξης, αυτομεμψίας και μετανοίας. Γι’ αυτό η μουσική των Υμνων δεν μπορεί να νοηθεί ποτέ ως μουσική ακροάματος (συναυλία). Ο φυσικός χώρος της είναι η Λατρεία. Γι’ αυτήν μόνο υπάρχει και αυτή διακονεί. Γι’ αυτό και δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθεί αυτοτελώς, μένοντας μόνιμα φωνητική και μονομελωδική, μακριά από κάθε αρμονική επεξεργασία της και από τη χρήση μουσικών οργάνων για την εκτέλεσή της.
Τον αποκλεισμό των μουσικών οργάνων από την εκκλησιαστική Λατρεία έχουν τεκμηριώσει επαρκώς οι Αγιοι Πατέρες μας. Στην Εκκλησία «όργανο» γλυκύτατο του Αγίου Πνεύματος γίνεται όλος ο πιστός, «αυτός ο άνθρωπος Ψαλτήριον γενόμενος», κατά τον Μ. Αθανάσιο (†379). Και κατά τον Αγιο Ισίδωρο τον Πηλουσιώτη (†440), «όργανον ο πας ευρίσκεται άνθρωπος, Θεώ ευάρεστος και ανθρώποις ευάρμοστος».
Η χρήση μουσικών οργάνων στην Παλαιά Διαθήκη επετράπη από τον Θεόν «διά την παχύτητα της διανοίας αυτών και το άρτι απεσπάσθαι από των ειδώλων» (Ιερός Χρυσόστομος). Λόγω της παιδικότητας του εβραϊκού λαού στην Παλαιά Διαθήκη και της επιρροής της ειδωλολατρίας, επέτρεψε ο Θεός τότε τα όργανα, όπως επέτρεψε και τις θυσίες, «συγκαταβαίνοντας στην αδυναμία τους».
Βέβαια, τίθεται στην πράξη και το πρόβλημα της «ηδονής», της συναισθηματικής απόλαυσης. Οι Αγιοί μας δεν απορρίπτουν την αισθητική απόλαυση στη Λατρεία. Κατά τον μεγάλο θεολόγο μας Ευθύμιο Ζιγαβηνό (12ος αι.), με την «απατηλή ηδονή» ο διάβολος πλανά τον άνθρωπο και τον οδηγεί στην απώλεια. Ο Θεός με την «άτεχνη» (απλή και απέριττη) και «οικονομική» (σχετιζόμενη με τη Θεία Οικονομία, τη σωτηρία) θέλησε να σώζει τον άνθρωπο. Ο Θεός, εξάλλου, επιτρέπει την «ηδονή» της μελωδίας για λόγους παιδαγωγικούς, πνευματικούς και κοινωνικούς.
Η «ηδονή» όμως έχει τα όριά της, ώστε να μην παραβλάπτεται το ουσιώδες μέρος του ύμνου, που είναι ο λόγος. Το προσαγόμενο από τον Αγιο Γρηγόριο Νύσσης σχετικό παράδειγμα είναι αφοπλιστικό. Οπως συμβαίνει και με τη σωματική τροφή, «προσόψημα» (καρύκευμα) είναι στη Λατρεία η Μουσική. Το καρύκευμα όμως σε πληθωρική δόση επιτυγχάνει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα. Το υπέρμετρα γλυκύ δεν διαφέρει του πικρού… Ο Αγιος Ισίδωρος Πηλουσιώτης δίνει εδώ τον κανόνα: «Χρη μεν και ψάλλειν μετά συνέσεως και εύχεσθαι μετά νήψεως». Και η κορύφωση του Ιερού Χρυσοστόμου: «Ουκ έστι θέατρον η Εκκλησία, ίνα προς τέρψιν ακούωμεν». Δεν είναι θέατρο η Εκκλησία, για να ζητούμε συναισθηματική απόλαυση.
Οι προσπάθειες αισθητικού ωραϊσμού της Λατρείας με κοσμικές επεμβάσεις στη Μουσική της οδηγούν συνήθως στη θεατροποίηση της Λατρείας. Αυτό γίνεται, π.χ., όταν αντικαθίσταται το «λογαοιδικόν» σύστημα ανάγνωσης των βιβλικών αναγνωσμάτων με τον κοσμικό τρόπο απαγγελίας ή οι ύμνοι εναρμονίζονται κατά τα δυτικά – κοσμικά πρότυπα. Αυτά όμως οδηγούν στην εκκοσμίκευση. Η Εκκλησία μας με τους κανόνες της έχει καθορίσει αγιοπνευματικά και το ήθος, και το ύφος της ψαλμωδίας. Συνοψίζοντας τη σχετική κανονική παράδοσή μας, ο Αγιος Νικόδημος παρατηρεί στο «Πηδάλιόν» του: «Ποία δε είναι τα ανάρμοστα εις την Εκκλησίαν;
Αποκρίνεται ο ερμηνεύς Ζωναράς ότι είναι τα γυναικοπρεπή μέλη, με τα μινθρίσματα (ταυτόν ειπείν τα πολλά τερετίσματα και η υπερβολική των μελωδιών ποικιλία, η οποία κλίνει εις τα πορνικά άσματα). Ταύτα ουν πάντα προστάζει ο παρών κανών (=75 της Πενθέκτης) να λείψουν από την Εκκλησίαν και οι ψάλλοντες να προσφέρουν τας ψαλμωδίας με πολλήν προσοχήν εις τον Θεόν, οπού βλέπει εις τα απόκρυφα της καρδίας […] ή εις τας εξωτερικάς κραυγάς».
Ο Αγιος Νικόδημος πατερικότατα ιεραρχεί τα πάντα στην αληθινή Λατρεία της Βασιλείας του Θεού, σε τελευταία ανάλυση στην «Ευχή», δηλαδή την προσευχή του Αγίου Πνεύματος στην καθαρά καρδία, που ταυτίζεται με τον αγιοπνευματικό φωτισμό. Αντίθετα η επιχειρούμενη γενικά από κάποιους εκκλησιαστικούς «ανανέωση» θέτει συνήθως πρόβλημα ορίων. Γι’ αυτό η Εκκλησία μας οφείλει να είναι στο σημείο αυτό πολύ προσεκτική. Οι παρατηρούμενες ανανεωτικές προσπάθειες δεν προκύπτουν από την ανάγκη να μιλήσει η Λατρεία μας δραστικότερα στην ψυχή μας, αλλά από την προσπάθεια να αναχαιτιστεί η συνεχής διαρροή των πιστών μας.
Οι πιστοί μας όμως δεν εγκαταλείπουν την Εκκλησία κατά κανόνα διότι η Λατρεία μας δεν είναι ελκυστική, αλλά διότι συνήθως δεν είμαστε Εκκλησία στρατευομένη και αγωνιζομένη στο πλευρό του Λαού του Θεού. Χωρίς εσωτερική ανανέωση, κάθε εξωτερική ανακαίνιση της Λατρείας μας, με οποιαδήποτε μέσα, δεν θα είναι μόνο περιττή αλλά και βλαπτική.


