Στη χρήση υπολογιστών στρέφονται οι γιατροί, προκειμένου να αποφασίζουν με ασφάλεια την κατάλληλη θεραπεία για τους ασθενείς με καρκίνο, καθώς επιστήμονες δημιούργησαν μια μαθηματική φόρμουλα που προβλέπει ακριβώς ποια αντίδραση θα έχει ένας οργανισμός έπειτα από κάθε θεραπεία. Στα πειράματα που έγιναν, το προγραμματικό μοντέλο που δημιουργήθηκε για τον καρκίνο των πνευμόνων έκανε συγκριτικά πιο ακριβείς προβλέψεις των συμπτωμάτων που θα εμφάνιζαν ασθενείς οι οποίοι έκαναν ραδιοθεραπεία και χημειοθεραπεία σε σχέση με τους γιατρούς που τους παρακολουθούσαν, γεγονός που αναδεικνύει τη σημασία των μαθηματικών στην πρόβλεψη του καρκίνου. Για μπορέσει ο υπολογιστής να καταλήξει σε συμπέρασμα, οι ειδικοί τροφοδοτούν το πρόγραμμα με το ιστορικό του ασθενούς και όλες τις ιατρικές λεπτομέρειες που αφορούν την κατάστασή του. Στη συνέχεια το πρόγραμμα δίνει μία αξιολόγηση για το πώς θα αντιδράσει ο κάθε ασθενής ξεχωριστά μέσα στα επόμενα δύο χρόνια. Για παράδειγμα, ο υπολογιστής προέβλεψε ποιος από τους ασθενείς έχει καλά ποσοστά επιβίωσης και ποιοι θα παρουσιάσουν αναπνευστικά προβλήματα. «Εάν υπάρχει ένα μοντέλο το οποίο βασίζεται στον ασθενή, στο είδος του όγκου και στα χαρακτηριστικά της θεραπείας, και δίνει καλύτερο αποτέλεσμα από τους γιατρούς, τότε θα ήταν ανήθικο να μη χρησιμοποιείται. Πιστεύουμε ότι τα μαθηματικά μοντέλα πρέπει να χρησιμοποιούνται στην κλινική πρακτική και να παίζουν καθοριστικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων» δήλωσε ο δρ Κάρι Ομπεριτζέ του Ιατρικού πανεπιστημίου του Μάαστριχτ στην Ολλανδία, που μετείχε στη δημιουργία του μαθηματικού τύπου.
Η πεποίθηση των επιστημόνων ότι τα μαθηματικά μοντέλα πρέπει να εισαχθούν στην κλινική πρακτική βασίζεται στη γνώση, πλέον, ότι οι καρκινικοί όγκοι διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο και γι’ αυτό απαιτούνται διαφορετικές θεραπείες ανά περίπτωση, οι οποίες καθορίζονται από τα γονίδια του ασθενούς και από το στάδιο που βρίσκεται η νόσος του.
«Κατά την άποψή μας η εξατομικευμένη θεραπεία μπορεί να είναι επιτυχημένη μόνο εάν χρησιμοποιούνται μαθηματικά μοντέλα» συμπλήρωσε ο δρ Ομπεριτζέ.