Σίγουρη η νέα ανακεφαλαιοποίηση μετά τη φυγή καταθέσεων, την κατακόρυφη αύξηση των «κόκκινων» δανείων και την ύφεση στην οποία επέστρεψε η οικονομία. Πόσο πιθανό είναι το «κούρεμα» και γιατί κάποιοι προβλέπουν ανακατατάξεις και συγχωνεύσεις
Η μεγάλη φυγή καταθέσεων που προηγήθηκε της επιβολής των περιορισμών στη διακίνηση κεφαλαίων (capital controls), η ύφεση στην οποία επέστρεψε η οικονομία, οι επιπτώσεις αυτών καθαυτών των capital controls στο σύνολο της οικονομίας και η κατακόρυφη αύξηση των «κόκκινων» δανείων έχουν διαμορφώσει νέες «τρύπες» στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, το οποίο είναι πλέον βέβαιο ότι θα χρειαστεί νέα ανακεφαλαιοποίηση, προκειμένου να μπορέσει να σταθεί σταδιακά ξανά στα πόδια του.
Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, οι πρόσθετες κεφαλαιακές ανάγκες των εγχώριων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων αναμένεται να διαμορφωθούν τουλάχιστον στα 10-15 δισ. ευρώ (κατά το πιο αισιόδοξο σενάριο), ενώ είναι πιθανό να φτάσουν ακόμη και τα 20 δισ. ευρώ (κατά το λιγότερο αισιόδοξο σενάριο).
Η κυβέρνηση φιλοδοξεί να καλυφθεί το ποσό αυτό στο πλαίσιο μιας νέας δανειακής σύμβασης με τους Ευρωπαίους πιστωτές της χώρας μας, όπως φάνηκε και από την αναφορά στην «εύθραυστη κατάσταση του τραπεζικού συστήματος», την οποία περιλάμβανε το αίτημα στήριξης που έστειλε στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος. Ωστόσο, αν δεν προβλεφθεί πακέτο στήριξης των τραπεζών στο πλαίσιο νέας συμφωνίας, οι τράπεζες θα πρέπει να καλύψουν τις ανάγκες τους από τους υφιστάμενους ή νέους μετόχους ή από άλλες πηγές.
Τα σενάρια
Το «μαξιλαράκι» των 10,9 δισ. ευρώ που υπήρχε για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών χάθηκε μετά τη λήξη του προηγούμενου ελληνικού προγράμματος στις 30 Ιουνίου. Συνεπώς, οι σημερινοί ή νέοι μέτοχοι θα ήταν οι πρώτοι που θα καλούνταν να σηκώσουν το βάρος της νέας ανακεφαλαιοποίησης, εφόσον δεν υπάρξει καινούργιο πακέτο χρηματοδότησης για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Επειδή, όμως, αυτή η λύση δεν επαρκεί για να καλυφθούν οι κεφαλαιακές ανάγκες που έχουν προκύψει, έχουν φουντώσει τα σενάρια για «κούρεμα» καταθέσεων.
Χαρακτηριστικό ήταν το δημοσίευμα των «Financial Times», παραμονές του δημοψηφίσματος, περί «κουρέματος» ύψους έως 30% στις καταθέσεις άνω των 8.000 ευρώ σε τουλάχιστον μία ελληνική τράπεζα. Το δημοσίευμα διαψεύστηκε από την πρόεδρο της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών Λούκα Κατσέλη και τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΒΑ) Αντρέα Ενρια, που τόνισε ότι μια τέτοια κίνηση θα ήταν αντίθετη με το κοινοτικό δίκαιο.
Ωστόσο, η δήλωση της κυρίας Λούκας Κατσέλη την περασμένη Πέμπτη, η οποία ανάφερε «όσο πιο γρήγορα μπούμε σε ομαλή λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα οποιουδήποτε “κουρέματος”», αποδίδει καλύτερα την πραγματικότητα και τις αγωνίες των τραπεζιτών.
Η οδηγία 2014/49 της Ευρωπαϊκής Ενωσης ορίζει ότι οι καταθέσεις είναι εγγυημένες από την ΕΚΤ μέχρι του ποσού των 100.000 ευρώ. Εντούτοις, η συγκεκριμένη οδηγία τίθεται σε ισχύ από το 2016 και έως τότε το όριο των 100.000 ευρώ ισχύει μεν σε όλη την Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά κάθε κράτος είναι υπεύθυνο για την αποζημίωση των πολιτών του. Στην ελληνική περίπτωση, τα προβλήματα είναι δύο:
1. Μόλις το 0,4% των αποταμιεύσεων των ιδιωτών και το 10% των επιχειρήσεων ξεπερνά το όριο των 100.000 ευρώ. Για τον λόγο αυτό αναλυτές εκτιμούν ότι θα ήταν πιθανή η επιβολή κάποιας εισφοράς ή έκτακτου φόρου σε όσες καταθέσεις ξεπερνούν τα 7.000-8.000 ευρώ, αν δεν προβλεφθεί στήριξη των τραπεζών στο πλαίσιο νέας δανειακής σύμβασης.
2. Το ελληνικό Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ) δεν διαθέτει πάνω από 2-3 δισ. ευρώ, άρα ουσιαστικά αδυνατεί να αποζημιώσει τους Ελληνες καταθέτες σε περίπτωση «κουρέματος».
Μεγάλες ανακατατάξεις στο τραπεζικό τοπίο αναμένεται να προκύψουν το επόμενο διάστημα, καθώς όποια λύση και αν βρεθεί στο ζήτημα της πρόσθετης ανακεφαλαιοποίησης των εγχώριων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, τα οικονομικά δεδομένα και οι προοπτικές των τεσσάρων συστημικών τραπεζών έχουν αλλάξει άρδην μετά την επιβολή των capital controls.
Ευρωπαίοι αξιωματούχοι ανέφεραν χαρακτηριστικά στο πρακτορείο Reuters ότι, ακόμη και αν αποδεσμευτούν νέα κεφάλαια για την ελληνική κυβέρνηση από τους Ευρωπαίους, ορισμένες ελληνικές τράπεζες που «επλήγησαν» από το πολιτικό και το οικονομικό χάος των τελευταίων ημερών, ενδέχεται να χρειαστεί να κλείσουν και να συγχωνευτούν με ισχυρότερες ανταγωνίστριές τους.
«Ερείπια»
Ειδικότερα, ένας από τους δύο αξιωματούχους που μίλησαν στο Reuters σημείωσε ότι οι τέσσερις συστημικές τράπεζες θα μπορούσαν να συγχωνευθούν σε δύο και τάχθηκε υπέρ μιας άμεσης αναδιάρθρωσης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, λέγοντας: «Η ελληνική οικονομία είναι ερείπια. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες χρειάζονται μια νέα αρχή. Θα χρειαστούν άμεσες ενέργειες έπειτα από οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ Αθήνας και ευρωζώνης». Ο δεύτερος αξιωματούχος συμφώνησε με την αναγκαιότητα της αναδιάρθρωσης, αλλά εκτίμησε ότι μπορεί να συμβεί μακροπρόθεσμα.
Τα σενάρια για τους πιθανούς «γάμους» ποικίλλουν, με το επικρατέστερο να προβλέπει συγχώνευση της Τράπεζας Πειραιώς με την Alpha Bank και της Εθνικής Τράπεζας με τη Eurobank.
Στα 1.500 ευρώ ο μέσος όρος!
Κάτω από τα 1.500 ευρώ βρισκόταν, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία πριν από την επιβολή των capital controls, ο μέσος όρος των λογαριασμών ταμιευτηρίου στις ελληνικές τράπεζες. Πρόκειται για ακριβώς τα μισά χρήματα από τον μέσο όρο που υπήρχε στις αρχές της ελληνικής κρίσης το 2009. Το σύνολο των καταθέσεων των νοικοκυριών υποχώρησε κάθετα από τα 246,59 δισ. ευρώ τον Ιούνιο του 2009, που ήταν το υψηλότερο σημείο, περί τα 120 δισ. ευρώ σήμερα, σύμφωνα με εκτιμήσεις. Μόνο την περίοδο Νοεμβρίου 2014 – Μαΐου 2015 έφυγαν από τις ελληνικές τράπεζες καταθέσεις ύψους 40 δισ. ευρώ.


