Το Παρίσι πρέπει να κατανοήσει ότι ο ρόλος του δεύτερου βιολιού δεν αρκεί για να τη βγάλει από την εσωτερική κρίση
Η Ευρωπαϊκή Ενωση, για να λειτουργήσει με αξιώσεις ως φορέας παροχής πολιτικών λύσεων στο διεθνές πολιτικό γίγνεσθαι, οφείλει να επαναφέρει στο προσκήνιο την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ισόρροπη αλληλεξάρτηση μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, από τη στιγμή μάλιστα που το Ηνωμένο Βασίλειο βιώνει μια παρατεταμένη περίοδο μονροϊκής αταραξίας.
Η Γαλλία όμως σε αυτή τη φάση περνά περίοδο δομικής κρίσης. Ας δούμε κάποια συγκριτικά μεγέθη μεταξύ των δύο ευρωπαϊκών πόλων: Το ποσοστό ανεργίας στη Γερμανία σήμερα είναι κάτω του 5%, εντυπωσιακά χαμηλό μέγεθος για τη χρονική περίοδο που διανύουμε, ενώ για τη Γαλλία έχει ξεπεράσει το 10%. Το ποσοστό αυτό φτάνει στο 19% στους Γάλλους νέους, ενώ είναι 8% για τους συνομηλίκους τους στη Γερμανία. Ανω του 80% των νέων προσλήψεων στη Γαλλία είναι τρίμηνες ή δίμηνες συμβάσεις, γεγονός που αυξάνει την κοινωνική ρευστότητα αθροίζοντας προβλήματα αντί να τα επιλύει. Σε επίπεδο μακροοικονομίας η Γαλλία για άλλη μια φορά απέτυχε να πιάσει τους κοινοτικούς δείκτες για ανταγωνιστικό προϋπολογισμό της τάξης του 3% του ΑΕΠ, γεγονός που δείχνει την ολοένα και μεγαλύτερη κόπωσή της απέναντι στους εξαντλητικούς ρυθμούς ανάπτυξης και δημοσιονομικής πειθαρχίας που θέτει το Βερολίνο.
Αλλά και σε πολιτικό επίπεδο η Γαλλία αντιμετωπίζει μια παρατεταμένη περίοδο ρευστότητας. Ο πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ δείχνει διάθεση αναβάθμισης του ρόλου της Γαλλίας σε διεθνές επίπεδο, εν μέρει το έχει επιτύχει ισχυροποιώντας τον ρόλο του κράτους στις νατοϊκές υποθέσεις, αλλά αδυνατεί να σταθεί «απέναντι» στο Βερολίνο με εξισορροπητικές πρωτοβουλίες, ενώ έχει απολέσει την εκτίμηση του εκλογικού σώματος. Η ιστορική Κεντροδεξιά έχει ξανά στο τιμόνι της τον Νικολά Σαρκοζί, τον πολιτικό που «κατάφερε» να καταστήσει την πυρηνική Γαλλία εξαρτημένη στην αγκαλιά της μη πυρηνικής Γερμανίας, ενώ, τέλος, το φάσμα της Ακροδεξιάς πάντα υφίσταται στο πρόσωπο της Μαρίν Λεπέν, που η όποια επιτυχία της αφορά το πόσο καλά έχει καταφέρει να «φτιασιδώσει» τον αντισημιτικό και ακροδεξιό λόγο του πατέρα της με τον δικό της ανυπόφορο λαϊκισμό. Αν κάποιος συγκρίνει το γαλλικό πολιτικό σύστημα με το αντίστοιχο γερμανικό, θα διαπιστώσει ότι οι πολιτικές ροές δεν είναι καθόλου ευνοϊκές για το Παρίσι, σε αντίθεση με τις αντίστοιχες στο Βερολίνο, όπου ακόμα και ο ιστορικός συμβιβασμός μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών δημιουργεί νέα συνεργατικά δεδομένα για το γερμανικό πολιτικό σύστημα.
Τι μπορεί να γίνει; Σίγουρα όχι και πολλά, αν η ίδια η Γαλλία δεν κατανοήσει ότι ο ρόλος του δεύτερου βιολιού που της παραχωρεί το Βερολίνο όχι μόνο δεν αρκεί για να τη βγάλει από την εσωτερική κρίση αλλά παράλληλα επιτείνει τη θεσμική και πολιτική ανισορροπία στο εσωτερικό του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Αν όμως η Γαλλία ενδιαφερθεί για να επαναφέρει τη συνθήκη της αλληλεξάρτησης στο ευρωπαϊκό προσκήνιο, τότε θα πρέπει να ενδιαφερθεί και για τις τύχες του ευρωπαϊκού Νότου, κυρίως της Ιταλίας και της Ελλάδας. Συζητούμε για δημιουργικές πολιτικές ανατροπές του υφιστάμενου ενδοευρωπαϊκού μονοπολισμού. Ο στόχος οφείλει να είναι μια πιο ισόρροπη πολιτικοοικονομική ανάπτυξη στον ευρωχώρο και κομβικός παράγοντας γι’ αυτό θα είναι να ξυπνήσει από τον λήθαργο η Γαλλία ή να αποφασίσει ξανά η Βρετανία να δοκιμάσει και να δοκιμαστεί στο ευρωπαϊκό περιβάλλον.
Σπύρος Λίτσας


