Οι εκλογές της Κυριακής δεν μπορούν να χαρακτηριστούν, σε καμία περίπτωση, μάχης ή πόλωσης. Ο δικομματισμός, η Μεταπολίτευση αλλά και οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις που χαρακτήρισαν τη μακρά πολιτική και πολιτειακή περίοδο μετά την πτώση των κυβερνήσεων στρατιωτικών τη δεκαετία του ’70 είναι ήδη παρελθόν. Οι εκλογές της Κυριακής καταλήγουν μια απολύτως επίσημη και τυπική διαδικασία καταγραφής δυνάμεων. Ο αρχικός σχεδιασμός του κ. Τσίπρα για πολιτικό αιφνιδιασμό και αντικατάσταση των βουλευτών της Αριστερής Πλατφόρμας από βουλευτές της κομματικής νομιμότητας στον προεδρικό ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και την ανανέωση της θητείας για μια ολόκληρη τετραετία, δεν επέτυχε και ο ΣΥΡΙΖΑ «κινδυνεύει» πλέον, αν παρακολουθήσουμε και τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, να βρεθεί στη δεύτερη θέση. Αντίθετα, η Ν.Δ. όχι μόνον έχει ανακτήσει έδαφος αλλά ενδεχομένως, με την εύστοχη πολιτική στρατηγική που ακολούθησε και παρά τον μεταβατικό χαρακτήρα της προεδρίας Μεϊμαράκη, μπορεί τελικά και να βρεθεί στην πρώτη θέση, με αποτέλεσμα αυτή και όχι ο ΣΥΡΙΖΑ να έχει το μπόνους των 50 εδρών.
Οποια και αν είναι η εξέλιξη, το διακύβευμα των εκλογών της Κυριακής είναι οι έδρες και ο συσχετισμός των κομμάτων που θα υπερβούν το 3% στο επόμενο Κοινοβούλιο να είναι τέτοιος ώστε να μπορεί να σχηματιστεί πολυκομματική κυβέρνηση, που να ασκήσει διακυβέρνηση για την επόμενη τριετία χωρίς άλλες ενδιάμεσες εκλογές. Το ορόσημο της τριετίας γίνεται καθοριστικό από την ίδια την πραγματικότητα και από το γεγονός ότι το ψηφισθέν τελευταίο Μνημόνιο έχει και αυτό τριετή ορίζοντα εφαρμογής, ενώ η οικονομία και η κατάσταση στην εσωτερική αγορά είναι τέτοιες, μετά και την επιβολή των capital controls, που δεν επιτρέπουν πολιτική αστάθεια και νέους «πειραματισμούς» τύπου Βαρουφάκη.
Η Ν.Δ., με επιλογές διαφορετικές από την περίοδο Σαμαρά ως προς τις βασικές παραδοχές της, υποστηρίζει μια ανοιχτή συμμαχία κομμάτων ευρύτερου συνασπισμού, στα όρια της οικουμενικής, χωρίς να αποκλείει από αυτόν και τον ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να ασκήσει σταθερά διακυβέρνηση έως και το 2017 χωρίς εκλογικές αναταράξεις και αιφνιδιασμούς. Επίσης, μια «εθνική ομάδα» διαπραγμάτευσης για το χρέος, η αναδιάρθρωση του οποίου είναι βασικό ζήτημα για την Ελλάδα και τη βιωσιμότητά της ως οικονομία εντός της ζώνης του ευρώ. Αυτό είναι το κυρίαρχο πλεονέκτημα της Κεντροδεξιάς απέναντι στη «συστημική» Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Η τελευταία επιδιώκει, όπως ο ίδιος ο κ. Τσίπρας περιέγραψε στη δεύτερη τηλεμαχία, έναν νέο δικομματισμό με τη Νέα Δημοκρατία, εμμένοντας σε σχήμα συγκυβέρνησης καταρχάς με τους Ανεξάρτητους Ελληνες και τους «Κεντρώους» του Β. Λεβέντη, εφόσον αυτά τα δύο πολιτικά σχήματα βρεθούν στο επόμενο Κοινοβούλιο, και συσχετισμό στη συνέχεια με το ανερχόμενο, υπό τη Φώφη Γεννηματά, ΠΑΣΟΚ και το «νεοσημιτικό» ΠΟΤΑΜΙ, δηλαδή τους δύο πόλους της Κεντροαριστεράς. Το πρόβλημα, όμως, με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι, έχοντας στις τάξεις του την επονομαζόμενη «ομάδα των 53», που έχουν υποκαταστήσει τη διασπασμένη πλέον Αριστερή Πλατφόρμα των Λαφαζάνη και Κωσταντοπούλου, δεν πείθει ότι στο εσωκομματικό του μέτωπο θα διαγράψει διαφορετική πορεία συνοχής από εκείνη του πρώτου επτάμηνου του 2015.
Αρα, για παράδειγμα, σε κομβικής σημασίας νομοσχέδια, όπως κρίσιμοι εφαρμοστικοί νόμοι του Μνημονίου, θα χρειάζονται οι ψήφοι της αντιπολίτευσης για να γίνουν νόμος του κράτους. Αποτέλεσμα, να διαταραχθεί για άλλη μία φορά η σταθερότητα της διακυβέρνησης και μέσα σε ελάχιστους μήνες θα αρχίσει και πάλι η εκλογολογία, με πιθανότερο σενάριο νέες εκλογές το καλοκαίρι του 2016. Αρα και νέα περίοδος αποσταθεροποίησης ή προσπάθεια συγκρότησης κυβέρνησης «εθνικής συνοχής», με εξωκοινοβουλευτικό πρωθυπουργό και συμμετοχή της Ν.Δ. στο σχήμα, το πιθανότερο, αφού έχει προηγηθεί και νέα διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι εμφανές ότι οι εκλογές της Κυριακής είναι καθαρά διαχειριστικού χαρακτήρα και καθόλου πολιτικού-στρατηγικού, και έτσι το αποτέλεσμά τους είναι απολύτως «ανοιχτό».