Αν και οι εποχές που σύμμαχοι, εταίροι και πρεσβείες ανεβοκατέβαζαν ελληνικές κυβερνήσεις έχουν περάσει ανεπιστρεπτί (και η σύγχρονη συνωμοσιολογία του διαδικτύου είναι κωμική), ο εγκλωβισμός της πολιτικής ζωής και της εθνικής οικονομίας στα διαδοχικά Μνημόνια έχει ανανεώσει τις δυνατότητες παρέμβασης του ξένου παράγοντα. Σήμερα, η μεγάλη διαφορά είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση και η αξιωματική αντιπολίτευση δεν έχουν να συνδιαλλαγούν μόνο με έναν ισχυρό ξένο παίκτη, όπως οι ΗΠΑ το ’50 και το ’60, αλλά με πολλούς συνομιλητές εναλλασσόμενης ισχύος και διαφορετικών συμφερόντων. Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, παρά τις προληπτικές και κατασταλτικές παρεμβάσεις του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά, είχε εγκλωβιστεί, έως τον Ιούλιο, στη λογική Βαρουφάκη.
Νόμιζε ότι μπορεί να κινείται στο διπλωματικό πεδίο κατά το δοκούν και υπέστη τη μία ήττα μετά την άλλη. Υπαινίχθηκε βέτο στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, συναντώντας την αντίδραση ολόκληρης της Ε.Ε. Αποπειράθηκε να χαϊδέψει κάποιους ακραίους με την αποφυλάκιση του Ξηρού, προκαλώντας κεραυνούς της Ουάσινγκτον.
Ηλπισε ότι θα εκμαιεύσει την υποστήριξη της Μόσχας έναντι της ευρωζώνης, πυροδοτώντας την οργή του Β. Πούτιν για τα παιχνίδια εγκλωβισμού του. Αντίθετα, μετά το δημοψήφισμα και το τρίτο Μνημόνιο, ο Αλ. Τσίπρας έχει αναδειχθεί σε εκλεκτό συνομιλητή των ξένων κυβερνήσεων, καθώς υφίσταται πραγματικό, ορατό και μακροπρόθεσμο αμοιβαίο συμφέρον. Ο ξένος παράγοντας κρίνει τον πρωθυπουργό ως τον μόνο ικανό να επιβάλει σκληρές αποφάσεις και μέτρα. Ο δε κ. Τσίπρας έχει συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορεί να αγνοεί ούτε την τρόικα ούτε καμιά ξένη κυβέρνηση, αν θέλει η Ελλάδα να βγει από την κρίση και ο ίδιος να μην αντιμετωπίσει ισχυρές αναταράξεις.
Σε αυτό το πλαίσιο ο νεοεκλεγείς πρόεδρος της Ν.Δ. Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκεται ενώπιον μιας προβληματικής κατάστασης που περιορίζει τις δυνατότητες πρωτοβουλιών έναντι της κοινής γνώμης και των ξένων συνομιλητών του. Ο πρωθυπουργός (άσχετα με τις σκοπιμότητές του) προωθεί μια μεταρρυθμιστική ατζέντα για την οποία η Ν.Δ. υπερθεματίζει, έστω κι αν διαφωνεί στα επιμέρους μέτρα. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ. έχει «κλέψει» την ατζέντα της Ν.Δ., ενώ καταφέρνει ταυτόχρονα να εμφανίζεται φιλολαϊκή στο εσωτερικό και πειστική στο εξωτερικό.
Η κατάσταση δεν είναι πρωτόγνωρη. Το 1985-1989, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αντίκριζε τον τότε πρεσβευτή των ΗΠΑ Ρόμπερτ Κίλι να τον αγνοεί και να συνομιλεί προνομιακά με τον Ανδρ. Παπανδρέου, τουλάχιστον, μέχρι το Χέρφιλντ και το σκάνδαλο Κοσκωτά. Τι άλλο να έκανε ο (υπερτιμημένος) Κίλι, όταν ο Ανδρέας υπέγραφε τη συμφωνία για τις βάσεις, έφερνε τα λεγόμενα «ήρεμα νερά» στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις και εγκαινίαζε την «εποχή Νταβός» με την Τουρκία; Ομοίως, το 1997-2004, ο Κώστας Καραμανλής παρακολουθούσε τον (ικανότατο) Νίκολας Μπερνς και τον (πονηρό) Τομ Μίλερ να στηρίζουν απόλυτα τους Κ. Σημίτη και Γ. Παπανδρέου, που συνέβαλλαν στην αλλαγή ισορροπιών στα Βαλκάνια, στη μοιρασιά των εξοπλιστικών συμβολαίων, στην υποστήριξη των επιχειρήσεων στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, στην προώθηση του Σχεδίου Αναν και στην αντιτρομοκρατική προετοιμασία εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων. Η Ν.Δ. αντέτασσε μόνον (το αληθές) ότι ήταν πιο ειλικρινής φίλη της Δύσης.
Τους επόμενους μήνες, ο Κυρ. Μητσοτάκης, αν θέλει να πείσει ότι η Ν.Δ. και ο ίδιος είναι υπολογίσιμοι παράγοντες, επείγει να διαμορφώσει μια αποτελεσματική τακτική έναντι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (και των άλλων δανειστών), του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, της Καγκελαρίας και των εδώ πρέσβεων των ΗΠΑ Ντ. Πιρς και της Γερμανίας Π. Σόοφ.
Η χάραξη μιας τέτοιας πολιτικής δεν είναι εύκολη, καθώς ενδεχόμενη στήριξη των κυβερνητικών επιλογών θα έχει πολιτικό και δημοσκοπικό κόστος για τη Ν.Δ., ενώ πιθανή απόρριψη νόμων (στους οποίους συναινεί η τρόικα) θα προκαλέσει διεθνείς αμφιβολίες για την αξιοπιστία του νέου αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Πρόκειται για το πρώτο σκληρό δίλημμα του Κυρ. Μητσοτάκη μετά τη λήξη των πανηγυρισμών.