Η ελληνική χαρά κλεισμένη στον κύκλο του Σαββόπουλου

Αυτός, λοιπόν, είναι ο Διονύσης: ένας ανέμελος κυκλωτικός χορός, στον οποίο μετέχουμε όλοι μαζί αγκαλιασμένοι. Αυτό είχε μέσα στην παιδική ψυχή του και το εξέπεμπε μέχρι τέλους – τον πλησίον και την Ελλάδα

Με αφορμή τον θάνατο του Διονύση Σαββόπουλου εισηγούμαι μια άσκηση προς επίλυση με τη βοήθεια μιας εκπληκτικής ανθρώπινης αίσθησης, που δεν έχει η ΑΙ: της φαντασίας! Αν θέλαμε να περιγράψουμε τη μουσική όλων των μεγάλων συνθετών της μουσικής μας, ποια ανθρώπινη χειρονομία θα επιλέγαμε για να τη συμβολίσουμε; Εναλλακτικά, με ποια εικόνα θα την ταυτίζαμε;

  • Του Μανώλη Κοττάκη

Για όσο σκέπτεστε τις απαντήσεις σας, εισφέρω ως τροφή για σκέψη τις δικές μου.
Θα ταύτιζα τον Μίκη με μια υψωμένη γροθιά. Αυτός ήταν ο Θεοδωράκης, αυτή και η Μεταπολίτευση. Ανεκπλήρωτοι πόθοι. Τον Μάνο με μια μεγάλη αγκαλιά. Της συμφιλίωσης, της ανοχής και της πολιτικής συμπερίληψης. Τον Μαρκόπουλο με τις ρίζες. Ηταν ο σκαπανεύς τους. Τον Ξαρχάκο με το σήμα της νίκης απέναντι στο άδικο. Και τον Νιόνιο με έναν κύκλο. Τον κύκλο τού «όλοι μαζί». Πώς αγκαλιάζονται και χορεύουν οι παίκτες της Εθνικής μπάσκετ έπειτα από κάθε νίκη; Αυτό. Αυτός ήταν ο Σαββόπουλος. Η ελληνική χαρά κλεισμένη σε κύκλο.

Ολους, όμως, τους μεγάλους μας τους ενώνει μια λεπτή νοητή γραμμή, η οποία λείπει σήμερα κατά βάση από τον δημόσιο βίο. Η γραμμή της ελληνικότητας. Πολλούς εξ αυτών τους ενώνει και το πνεύμα της Ορθοδοξίας, που επηρέασε το έργο τους.
Ο αριστερός Θεοδωράκης εκτόξευσε το «Αξιον Εστί» του δεξιού Ελύτη στα «άστρα», γιατί φαντάστηκε την ερμηνεία του σαν μια βυζαντινή χορωδία που σαλπίζει τον ήλιο της δικαιοσύνης. Το έχει πει και δημοσίως.

Ο Μίκης αγαπούσε την εκκλησιαστική μουσική, μεγάλωσε με αυτήν στα Χανιά. Ο Μάνος, πάλι, ήταν σκεπτικός, μελαγχολικός, δυτικός, της λογικής και όχι του θυμού, και σε κάθε περίπτωση μουσικώς ολιγότερο ορθόδοξος. Ηταν, όμως, λαϊκός. Και του σαλονιού, αλλά και του λιμανιού. Αυτός, ο δεξιός, ανακάλυψε σε κάτι μεταπολεμικά υπόγεια το ρεμπέτικο και τους αποσυνάγωγούς του. Το έφερε στο «φως» του επάνω κόσμου του φωτός και το νομιμοποίησε. Το κατέστησε από μειονότητα πλειονότητα, για να το υιοθετήσει αργότερα ασθμαίνουσα η Αριστερά στο Χάραμα της Καισαριανής και το Ποντίκι της Κυψέλης. Ενώ στην αρχή αδιαφορούσε. Αυτός ο εμβληματικός «ελιτιστής» μεγαλούργησε με τα «Παιδιά του Πειραιά» στα χείλη της Μελίνας.

Η μουσική του Χατζιδάκι ήταν μια μεγάλη αγκαλιά υπερηφάνειας και ηρεμίας για κάθε Ελληνα, αδιακρίτως τάξεως. Συμβόλιζε την αγάπη, την ενότητα και τη συμφιλίωση. Ασχέτως του αν δεν έβρισκε πάντοτε αντίκρισμα στην άλλη πλευρά του ποταμού. «Εγώ σας περιέχω, εσείς δεν με περιέχετε» έγραφε με παράπονο σε φίλους του, στελέχη της Αριστεράς, στο ιστορικό «Τέταρτο».

Ο Ξαρχάκος μεγάλωσε με άριες, με λαϊκή μουσική και με εκκλησιαστικούς ύμνους. Με «μουσικές προσλαμβάνουσες» κυρίως ελληνικές, αλλά και κοσμοπολίτικες, λόγω των εκπληκτικών σπουδών του στο Παρίσι και στη Νέα Υόρκη. Για να φθάσει να τον αποδέχεται και το ΚΚΕ, αυτό που νομίζω θα χαρακτηρίσει το έργο του είναι η περιγραφή του άδικου και η νίκη επί αυτού. Μαχητής!

Ο Γιάννης Μαρκόπουλος είναι αυτό που έλεγαν οι συνθέσεις του: ρίζες. Εσκαβε βαθιά για να βρει τις ρίζες. Και, ευτυχώς, πρόλαβε να δει πολλές να καρπίζουν. Ο Λουκιανός, τέλος, ήταν ένα γλυκό λουλούδι που ευωδίαζε. Συμβόλιζε την αθωότητα.

Και ο Σαββόπουλος; Τι ήταν, άραγε, ο Σαββόπουλος; Θα σας εκπλήξω, υποθέτω. Από προχθές ακούμε διαρκώς στα ραδιόφωνα το «Αεροπλάνα και βαπόρια» με την τραχιά Σωτηρία και την άτακτη, πλην άδολη (όπως και η δική του ψυχή), «Συννεφούλα». Που, αν γύριζε το βράδυ στο σπίτι, όλα καλά.

Αλλά προσωπικώς θεωρώ ότι το πλέον αντιπροσωπευτικό έργο που χαρακτηρίζει τη σκέψη του ήταν εκείνο που τραγουδήσαμε ακούγοντας στα τρανζίστορ μας τη συναυλία του στο Ολυμπιακό Στάδιο, το 1982: «Να μας έχει ο Θεός καλά, πάντα να ανταμώνουμε και να ξεφαντώνουμε, βρε, με χορούς κυκλωπικούς». «Πότε με την αρχαιότητα, πότε με Ορθοδοξία, των Ελλήνων οι κοινότητες φτιάχνουν άλλο γαλαξία». Τι να πουν οι εκπρόσωποι «έρημοι και απρόσωποι». Οι στίχοι αυτοί είναι που τον ξεχωρίζουν ιδίως από τον Μίκη, τον Μαρκόπουλο, τον μεγάλο επίσης Χρήστο Λεοντή και τους λοιπούς.

Ο Διονύσης τόλμησε να μιλήσει εθνοκεντρικά σε μια περίοδο που το πολιτικό τραγούδι της Μεταπολίτευσης ταυτιζόταν με το «Πάλης ξεκίνημα, νέοι αγώνες». Τόλμησε να μιλήσει αντισυστημικά -ο καλός αντισυστημισμός, που είπε χθες και ο Κυριάκος- για τους απρόσωπους εθνοπατέρες του Κοινοβουλίου. Τόλμησε να μιλήσει για τη χαρά και την ευτυχία τον καιρό που στην Ελλάδα έκανε καριέρα η μιζέρια. Τόλμησε να μιλήσει για των Ελλήνων τις κοινότητες, όταν της μόδας εκείνη την εποχή ήταν οι εκδρομές της ΚΝΕ στις μπριγάδες της Λατινικής Αμερικής. Και τόλμησε να μιλήσει για Θεό και Ορθοδοξία οριακά πριν από τον Σταμάτη Σπανουδάκη, που έχει ταυτίσει την εργογραφία του με τον Χριστό και την Παναγία.

Κοινό χαρακτηριστικό όλων των μεγάλων συνθετών μας είναι πως, για να γίνουν οικουμενικοί και κοσμοπολίτες, δεν απαρνήθηκαν τον Ελληνισμό. Αντιθέτως, διακήρυξαν τον Ελληνισμό. Γιατί ο Ελληνισμό, είτε σε ήχο είτε σε στίχο, είναι πριν και πάνω από όλα οικουμενικός και πατριωτικός. Ενσωματώνει τη νεωτερικότητα, αλλά πατά γερά πάνω στο παρελθόν της παράδοσής του.

Αυτός, λοιπόν, είναι ο Διονύσης: ένας ανέμελος κυκλωτικός χορός, στον οποίο μετέχουμε όλοι μαζί, αγκαλιασμένοι. Αυτό είχε μέσα στην παιδική ψυχή του και το εξέπεμπε μέχρι τέλους – τον πλησίον και την Ελλάδα. Για αυτό και κυμάτιζε μέχρι τέλους η ελληνική σημαία στο σπίτι του στη Φιλοθέη.








Advertisement 3
spot_img

Ροή ειδήσεων









spot_img

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ