Τη ζωή κροίσου απολάμβανε ο υπαρχιφύλακας, ο οποίος φέρεται να έχει κομβικό ρόλο στο κύκλωμα διακίνησης ναρκωτικών που εξάρθρωσαν πρόσφατα οι «Αδιάφθοροι» της Ελληνικής Αστυνομίας.
Η έρευνα αποκάλυψε ότι ο αστυνομικός, που υπηρετούσε στο Τμήμα Νέας Ιωνίας, παρείχε ουσιαστική βοήθεια στον φερόμενο ως αρχηγό της οργάνωσης. Μάλιστα, δεν περιοριζόταν μόνο σε προστασία ή διευκολύνσεις, αλλά αναλάμβανε και την εξεύρεση νέων «πελατών». Παράλληλα, προμηθευόταν συχνά ποσότητες κοκαΐνης από τον εγκέφαλο του κυκλώματος, τις οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις μεταπωλούσε ο ίδιος για δικό του όφελος.
Τεράστιες τραπεζικές κινήσεις
Οι αποκαλύψεις για τα οικονομικά του στοιχεία προκαλούν έκπληξη. Ενώ από την 1η Ιανουαρίου έως τις 9 Οκτωβρίου 2025 οι αποδοχές του από την ΕΛ.ΑΣ. ανήλθαν συνολικά σε 12.534 ευρώ, η άρση του τραπεζικού απορρήτου έδειξε ότι οι πιστώσεις στους λογαριασμούς του ξεπέρασαν τα 602.000 ευρώ.
Ακόμη, διαπιστώθηκε πως κατά τα φορολογικά έτη 2023 και 2024 προχώρησε σε ηλεκτρονικές αγορές ύψους 161.177 ευρώ και 127.912 ευρώ αντίστοιχα — ποσά που δεν δικαιολογούνται από τους επίσημους μισθούς του, οι οποίοι για τα ίδια έτη ανέρχονταν μόλις σε 15.917 ευρώ και 17.670 ευρώ.
Η ανώνυμη καταγγελία
Η αντίστροφη μέτρηση για το «ξήλωμα» του κυκλώματος ξεκίνησε όταν έφθασε στην ΕΛ.ΑΣ. ανώνυμη καταγγελία σχετικά με τη δράση του υπαρχιφύλακα στη διακίνηση ναρκωτικών.
Ακολούθησε έρευνα κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι ο αστυνομικός παρουσίαζε ύποπτη οικονομική δραστηριότητα με «ροή» μεγάλων χρηματικών ποσών, καθώς και σύντομες χρονικά συμβατικές επικοινωνίες, με περιεχόμενο που σχετίζεται με συναλλαγές ναρκωτικών ουσιών.
Ως εκ τούτου τέθηκαν σε καθεστώς τεχνικής επιτήρησης – επισύνδεσης οι τηλεφωνικές συνδέσεις των συνομιλητών του. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την επιτήρηση τους και την άρση των τραπεζικών τους οικονομικών στοιχείων, αποτέλεσε το εφαλτήριο για την έρευνα και την αποκάλυψη της παράνομης δράσης του αστυνομικού και ταυτόχρονα της εγκληματικής οργάνωσης.
Πιο συγκεκριμένα, τα μέλη της οργάνωσης, τα οποία διακινούσαν κυρίως κοκαΐνη, προκειμένου να μην γίνουν αντιληπτά, τοποθετούσαν ναρκωτικές ουσίες σε κρυψώνες όπως κάτω από σέλες δικύκλων των πελατών τους, μέσα σε μπαγκαζιέρες, ρεζερβουάρ αυτοκινήτων ή σε έτερες κρύπτες αυτού, σε τουαλέτες καφετέριας, καθώς και σε γραμματοκιβώτια οικιών και κάδους απορριμμάτων, όπως είχαν πρώτα συνεννοηθεί με τον εκάστοτε πελάτη για να τα παραλάβει.
Επιπλέον, σε ορισμένες περιπτώσεις και κυρίως για πελάτες εκτός του Νομού Αττικής, η οργάνωση χρησιμοποιούσε υπηρεσίες ταχυδρομικών πακέτων – δεμάτων με εταιρείες ταχυμεταφορών για τη διακίνηση των ναρκωτικών.


