Η Δημοτική αρχή του Βερολίνου δίνει στις αρχές τη δυνατότητα να εισέρχονται κρυφά σε ιδιωτικές κατοικίες και να εγκαθιστούν κατασκοπευτικό λογισμικό σε ηλεκτρονικές συσκευές.
Πρόκειται για μια δυστοπική και συνταγματικά επισφαλή τομή, που η κυβέρνηση του κρατιδίου τη θεωρεί αναγκαία για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας στην ψηφιακή εποχή.
Η τροποποίηση του Γενικού Νόμου για την Ασφάλεια και τη Δημόσια Τάξη ψηφίστηκε με τη στήριξη CDU και SPD, αλλά και της AfD. Η υπουργός Εσωτερικών Ίρις Σπράνγκερ υπερασπίστηκε τον νέο νόμο ως «εξέλιξη απαραίτητη» απέναντι σε σύγχρονες απειλές. Οι επικριτές όμως θεωρούν ότι η νομοθεσία κάνει ένα άλμα προς μια μη αναστρέψιμη επέκταση της κρατικής επιτήρησης, σε βάρος της ιδιωτικής ζωής των πολιτών.
Το σημείο τομής βρίσκεται στις παραγράφους 26α και 26β, που επιτρέπουν στην αστυνομία να υποκλέπτει κρυπτογραφημένη επικοινωνία όχι απλώς μέσω τηλεπικοινωνιακών παρόχων, αλλά απευθείας στη συσκευή του υπόπτου, πριν ή μετά την αποκρυπτογράφηση. Για να συμβεί αυτό, το κράτος μπορεί να χρησιμοποιήσει trojans και ειδικό κακόβουλο λογισμικό.
«Φυσική εισβολή» σε σπίτια για να τοποθετηθεί το spyware
Η μεγαλύτερη ανατροπή αφορά την άδεια που έχει πλέον η αστυνομία να εισέρχεται κρυφά σε διαμερίσματα όταν η απομακρυσμένη εγκατάσταση του trojan δεν είναι εφικτή. Η νομοθεσία επιτρέπει στους ερευνητές να παραβιάζουν φυσικά μια οικία, να έχουν πρόσβαση σε υπολογιστές ή κινητά και να εγκαθιστούν το λογισμικό επιτόπου, ακόμη και μέσω USB.
Για τους ειδικούς κυβερνοασφάλειας, αυτή η ρύθμιση δεν αποτελεί απλώς τεχνική επιλογή, αλλά πλήγμα στα θεμελιώδη δικαιώματα. Υπογραμμίζουν ότι το κράτος, για να μπορεί να χρησιμοποιεί το δικό του spyware, αφήνει σκόπιμα ανοιχτά κενά ασφαλείας, τα οποία δυνητικά μπορούν να εκμεταλλευθούν και άλλοι. Το αποτέλεσμα είναι μια γενικευμένη υποβάθμιση της ασφάλειας των πολιτών στο σύνολό τους.
Επέκταση της επιτήρησης σε πολλαπλά επίπεδα
Η μεταρρύθμιση δεν περιορίζεται μόνο στο ψηφιακό σκέλος. Οι αστυνομικοί μπορούν πλέον:
- να κρατούν ενεργές τις κάμερες της στολής τους και σε ιδιωτικούς χώρους,
- να συλλέγουν δεδομένα από κεραίες κινητής τηλεφωνίας με ευρύτερη ευχέρεια,
- να χρησιμοποιούν συστήματα αυτόματης αναγνώρισης πινακίδων,
- να καταρρίπτουν ή να κατάσχουν «ύποπτα» drones,
- να προχωρούν σε βιομετρικούς ελέγχους προσώπου και φωνής,
- να επεξεργάζονται δεδομένα πολιτών για εκπαίδευση συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης, χωρίς συναίνεση των υποκειμένων,
- να προχωρούν σε προληπτική κράτηση έως και επτά ημέρες.
Ορισμένες από αυτές τις πρακτικές έχουν ήδη εφαρμοστεί σε άλλα κρατίδια, με το Μεκλεμβούργο Δυτική Πομερανία να έχει ανοίξει τον δρόμο από το 2020. Ωστόσο, το εύρος της βερολινέζικης μεταρρύθμισης δημιουργεί ένα νέο, πιο εκτεταμένο πλαίσιο.
Οργανωμένη αντίδραση και προσφυγές για αντισυνταγματικότητα
Οι Πράσινοι, το Αριστερό Κόμμα, οργανώσεις πολιτικών δικαιωμάτων και ο επίτροπος προστασίας δεδομένων του Βερολίνου έχουν ήδη εξαγγείλει αντίσταση. Προετοιμάζονται προσφυγές στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, ενώ ομάδες της κοινωνίας των πολιτών περιγράφουν τη μεταρρύθμιση ως κατάργηση της ιδιωτικότητας με θεσμική υπογραφή.
Το δίκτυο NoASOG, που έχει πρωτοστατήσει σε αντίστοιχες καμπάνιες και στο παρελθόν, προειδοποιεί ότι ο συνδυασμός φυσικής και ψηφιακής παρακολούθησης «ακυρώνει κάθε όριο ανάμεσα στο κράτος και το σπίτι του πολίτη».



