Η διακρατική σύμβαση Ελλάδας – ΗΠΑ για τον εκσυγχρονισμό των αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας P-3, αξίας 500.000.000 δολαρίων, προκάλεσε για πρώτη φορά επί Αριστεράς δημόσιο διάλογο επί των εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Το θετικό στοιχείο είναι ότι ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας, τα μέλη του ΚΥΣΕΑ και η προπαγάνδα του Μαξίμου (που μπροστά της ωχριά η λεγόμενη «μονταζιέρα» επί προηγούμενης κυβέρνησης) απήλλαξαν τη χώρα από το μεταπολιτευτικό δίλημμα «βούτυρο ή κανόνια».
Παραδέχθηκαν με καθυστέρηση «μόλις» 41 ετών από τη Μεταπολίτευση ότι, για να μπορεί οποιαδήποτε χώρα να προσφέρει «βούτυρο» στους πολίτες της, πρέπει να διασφαλίζει συνθήκες εξωτερικής (και εσωτερικής) ασφάλειας που θα επιτρέπουν την οικονομική ανάπτυξη, τη δημιουργία και τη συντήρηση θέσεων εργασίας, και τη λειτουργία του κοινωνικού κράτους. Αργησαν, αλλά είδαν την αυταπόδεικτη αλήθεια ότι η Ελλάδα, η οποία περιβάλλεται από θάλασσα και εξαρτά ζωτικά συμφέροντα από τον έλεγχό της, πρέπει -το λιγότερο- να διαθέτει αεροσκάφη που να την επιτηρούν.
Ομως, μία απόφαση δεν αρκεί για να αλλάξει τη νοοτροπία δεκαετιών και να ανατρέψει το κλίμα καχυποψίας για τα εξοπλιστικά προγράμματα που έχει επικρατήσει (δικαιολογημένα) από το 1997 έως σήμερα. Η συγκυβέρνηση, που δαπανά άφθονο χρόνο για δευτερεύοντα ζητήματα, δεν έκανε τον κόπο να μπει στην ουσία της συγκεκριμένης υπόθεσης ή, γενικότερα, των εξοπλιστικών προγραμμάτων. Ούτε εξήγησε σαφώς την πολιτική και οικονομική απόφασή της, προτιμώντας μόνον να υπενθυμίσει ότι το πρόγραμμα των P-3 είχε την έγκριση του ΚΥΣΕΑ και επί της προηγούμενης κυβέρνησης.
Παράλληλα, συνεχίζονται διάφορες διαρροές, στα όρια της επιστημονικής φαντασίας, ότι η υπογραφή του προγράμματος με τη Lockheed Martin αποκτά μείζονα διπλωματική διάσταση εν μέσω διαπραγματεύσεων για την εθνική οικονομία. Ασφαλώς, η συγκεκριμένη εταιρία έχει επιρροή στις ΗΠΑ και η ελληνική απόφαση ικανοποιεί τη μέση γραφειοκρατία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Πενταγώνου, αλλά δεν υπάρχει σε καμία περίπτωση το αντίκρισμα που παρουσιάζουν διάφοροι κυβερνητικοί κύκλοι. Η αξία του προγράμματος προκαλεί σοκ στη χρεωμένη Ελλάδα, αλλά (για τα διεθνή δεδομένα του αμυντικού κλάδου) δεν είναι τόσο μεγάλη, ώστε να λαμβάνεται υπόψη από τις ξένες κυβερνήσεις, όπως επί Σημίτη το 1999 με την αγορά πυραυλακάτων από τη Βρετανία (ανταλλάγματα στο Κυπριακό) ή το 2000 και 2005, επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. αντίστοιχα, με την επιλογή F-16 από τις ΗΠΑ έναντι των Mirage 2000-5 και Eurofighter (ανταλλάγματα στα Βαλκάνια, στους Ολυμπιακούς και στα ελληνοτουρκικά).
Το πρόγραμμα των P-3 δεν συζητείται πέραν του δεκαλέπτου πίσω από τις κλειστές πόρτες των ξένων πρεσβειών στην Αθήνα και δεν πρόκειται να υπάρξει κανένα αντάλλαγμα. Αντίθετα, τα ζητήματα που παρακολουθούνται στενά από την αμερικανική και την ευρωπαϊκή διπλωματία είναι το άνοιγμα προς τη Μόσχα και η κατάργηση των φυλακών αυξημένης ασφάλειας. Καλώς ή κακώς, οι συνομιλίες Πούτιν – Τσίπρα δεν αντιμετωπίζονται σαν μια φυσιολογική πτυχή των ελληνορωσικών σχέσεων, αλλά σαν διπλή γλώσσα του ΣΥΡΙΖΑ την ώρα που ζητεί δυτική στήριξη για τη διάσωση της οικονομίας. Για το δε θέμα των φυλακών, κανείς στο εξωτερικό δεν ασχολείται με λεπτομέρειες, καθώς τα θέματα τρομοκρατίας είναι τα πλέον ευαίσθητα και η παραμικρή κίνηση ερμηνεύεται ή παρερμηνεύεται σαν έλλειψη πολιτικής βούλησης έναντι του κοινού κινδύνου.
Αλέξανδρος Τάρκας
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη.


