Η αναθέρμανση των σχέσεων Ισραήλ – Τουρκίας αιφνιδίασε όσους έχουν εθιστεί στην αντιμετώπιση της εξωτερικής πολιτικής με όρους άσπρου – μαύρου ή όσους δεν είχαν προσέξει ότι η ελληνοϊσραηλινή αμυντική συνεργασία συνοδεύεται από την αμοιβαία υπόμνηση ότι δεν στρέφεται εναντίον κανενός τρίτου, εννοώντας, εμμέσως πλην σαφώς, την Αγκυρα.
Αντίθετα, αιφνιδιασμός δεν υπήρξε ούτε στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών ούτε στις διπλωματικές υπηρεσίες χωρών-συμμάχων, όπως στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, καθώς είναι σαφές ότι οι προκλήσεις στην ευρύτερη περιοχή είναι τόσο πολλές και τόσο μεγάλες, ώστε καμία χώρα δεν έχει την πολυτέλεια να μη συζητεί με κάποια άλλη. Καλύτερα, επίσης, να παρακολουθεί κανείς από κοντά το ιδιότυπο δίδυμο Ερντογάν – Νταβούτογλου παρά να προσπαθεί να μαντέψει, μέσω τρίτων, πόσο συχνά εκρήγνυται ο Τούρκος πρόεδρος ή πόσο συχνά υποκρίνεται ο Τούρκος πρωθυπουργός.
Σύμφωνα άλλωστε με έγκυρες διπλωματικές πηγές, κατά τις συνομιλίες των πρωθυπουργών Αλ. Τσίπρα και Μπ. Νετανιάχου στα τέλη Νοεμβρίου η ισραηλινή πλευρά δεν είχε μεν αποκαλύψει τις εν εξελίξει μυστικές συνομιλίες της με την Τουρκία, αλλά είχε αφήσει ξεκάθαρα να διαφανεί ότι υπήρχε επιθυμία εδραίωσης της ελάχιστης επικοινωνίας και εμπιστοσύνης με την Αγκυρα.
Επίσης, όσοι παρακολουθούν από το 2010 την προσέγγιση Ελλάδας – Ισραήλ θυμούνται ότι πεπειραμένος Ισραηλινός αξιωματούχος, που έχει από τότε επισκεφθεί την Αθήνα πολλές φορές και επανήλθε και προ εικοσαημέρου, ήταν ειλικρινής. Είχε παραδεχθεί πως «δεν κρύβουμε ότι προτιμούσαμε έως τώρα (σ.σ.: έως το 2010) να έχουμε καλές σχέσεις με την Αγκυρα, αντί να την έχουμε αντίπαλο, και θα επιθυμούμε πάντα μια βελτίωση».
Με αυτά τα δεδομένα, η σύγκληση του Β΄ Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας – Ισραήλ και η τριμερής σύνοδος με τη συμμετοχή της Κύπρου στα μέσα Ιανουαρίου ίσως καθορίσουν τις εξελίξεις για μακρύ χρονικό διάστημα. Ο Ελληνας πρωθυπουργός φέρεται ότι προσβλέπει σε «στρατηγικό συνεταιρισμό» με το Ισραήλ, δίδοντας έμφαση στον τομέα της ενέργειας και συμπεριλαμβάνοντας κοινές δράσεις σε θέματα ασφάλειας και αντιτρομοκρατίας.
Το κύριο ερώτημα είναι τι, πότε και πώς μπορεί να γίνει για την αξιοποίηση του μεγάλου πλεονεκτήματος των τριών χωρών, του φυσικού αερίου. Ο κ. Νετανιάχου εμφανίζεται να αναγνωρίζει ότι η συνεργασία με την Ελλάδα ανοίγει ευρείες προοπτικές εφόσον, μαζί με την Κύπρο και την Αίγυπτο, μπορεί να συγκροτηθεί ένα κουαρτέτο που θα χειρίζεται όλα τα θέματα, από την εξόρυξη και την αποθήκευση έως την επεξεργασία και την εξαγωγή φυσικού αερίου. Πριν ακόμα από την αποκάλυψη της αναθέρμανσης των σχέσεων με την Αγκυρα, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός είχε αναφέρει στον κ. Τσίπρα το ενδεχόμενο συνεργασίας με την Τουρκία και την Ιταλία σε ένα σχήμα εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων της Μεσογείου.
Η ταχύτητα των εξελίξεων θα αναγκάσει την κυβέρνηση Τσίπρα να λάβει σύντομα σημαντικές αποφάσεις επί δύο θεμάτων. Πρώτον, ποιους σταθμούς LNG θα προσφέρει η Ελλάδα στο πολυεθνικό σχέδιο, καθώς, εκτός από τις εγκαταστάσεις της Ρεβυθούσας στον Σαρωνικό, θα χρειαστούν και πλωτές εγκαταστάσεις στη βόρεια Ελλάδα. Θα επιλεγεί τελικά αντί του πλάνου της ΔΕΠΑ για την Καβάλα το σχέδιο του ομίλου Κοπελούζου για την Αλεξανδρούπολη; Θα υπάρξει συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και ποιος θα είναι ο ρόλος της Gazprom και μιας αμερικανικής εταιρίας, αν η τελευταία οριστικοποιήσει τη συμμετοχή της;
Δεύτερον, ποια οδό εξαγωγής θα ακολουθήσει το φυσικό αέριο, καθώς το μεγαλεπήβολο σχέδιο του υποθαλάσσιου αγωγού προς την Ευρώπη έχει ανεπίτρεπτα κόστη. Η επιλογή των Ισραηλινών και σχεδόν όλων των ιδιωτικών εταιριών είναι υπέρ ενός αγωγού προς την Τουρκία, ο οποίος μπορεί να κατασκευαστεί υπό δύο αυστηρές προϋποθέσεις: αφενός, της μακράς και σταθερής συνεννόησης Ισραήλ – Τουρκίας και, αφετέρου, της επίλυσης του Κυπριακού. Η πρώτη προϋπόθεση ίσως σύντομα υπάρξει, αλλά η δεύτερη απαιτεί οδυνηρές αποφάσεις της Αθήνας και της Λευκωσίας. Ισως και οδυνηρότατες.