Η μάχη για την ανάδειξη του νέου προέδρου της Ν.Δ. είναι αμφίρροπη, αλλά το μόνο βέβαιο είναι ότι, όποιος κι αν εκλεγεί στις 10 Ιανουαρίου, την επόμενη ημέρα θ’ αντιμετωπίσει ένα μείζον πρόβλημα: πώς θα πολιτευτούν ο ίδιος και η αξιωματική αντιπολίτευση έναντι των -όπως προανήγγειλε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας- «καταιγιστικών εξελίξεων» στην έρευνα της «λίστας Λαγκάρντ» και παρόμοιων φορολογικών υποθέσεων.
Η «λίστα Λαγκάρντ» ταλαιπωρεί την κεντροδεξιά παράταξη από τα τέλη του 2012, όταν η τότε κυβέρνηση (ξανα)παρέλαβε με άψογες διαδικασίες τον κατάλογο των 2.062 φυσικών και νομικών προσώπων (που είχε «απολεσθεί» κάπου στη διαδρομή της αλλαγής χαρτοφυλακίων των Γιώργου Παπακωνσταντίνου και Ευάγγελου Βενιζέλου), αλλά στη συνέχεια δεν έκανε απολύτως τίποτα. Οχι μόνο δεν προχώρησε στη διαλεύκανση της υπόθεσης και δεν συνέλεξε έσοδα για τα κρατικά ταμεία, αλλά εξετέθη στα μάτια των εταίρων της Ε.Ε. και όλων των ξένων δανειστών, που δήλωναν αρχικά στο παρασκήνιο και μετά δημοσίως ότι η ελληνική πολιτική ηγεσία δεν επιθυμεί να καταπολεμήσει τη φοροδιαφυγή.
Πρόσθεταν δε ότι ακριβώς λόγω αυτής της αδράνειας ουδείς ξένος επενδυτής θα ερχόταν στην Ελλάδα και ότι μόνη διέξοδος ήταν η επιβολή πρόσθετων φόρων.
Πολύ γρήγορα η Κεντροδεξιά επωμίστηκε την ευθύνη συσκότισης της υπόθεσης, έχασε το ηθικό πλεονέκτημα και κατάντησε περίγελος του ΣΥΡΙΖΑ με τα, δυστυχώς, αληθέστατα προεκλογικά «σποτάκια» του περασμένου Σεπτεμβρίου. Μάταια η «δημοκρατία» προειδοποιούσε, από τα μέσα του 2013, ότι οι συνθήκες έχουν αλλάξει και ότι ουδείς ανέχεται πλέον την αδιαφάνεια, ειδικά σε περιόδους κρίσης. Το δε ερώτημα που υποβάλαμε ήταν απλό και λογικό: Οσα μπορούσε να ανακαλύψει, με τις μικρές της δυνάμεις, μια εφημερίδα δεν μπορούσε να τα ερευνήσει το ελληνικό κράτος; Οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών, κυρίως με τη διεθνή δραστηριοποίηση του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης για Θέματα Διαφθοράς Δ. Παπαγγελόπουλου και της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, απέδειξαν ότι οι θεσμοί μπορούν να λειτουργούν και τα ευσυνείδητα στελέχη τους να φτάνουν στην αλήθεια.
Με αυτά τα δεδομένα, ο νέος πρόεδρος της Ν.Δ. θα βρεθεί, σύντομα, αντιμέτωπος με δύο απλά ερωτήματα:
Πρώτον, πώς θα πολιτευθεί το κόμμα έναντι της ανεξάρτητης Δικαιοσύνης; Ακόμα κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί στο έπακρο την υπόθεση, ο εκλεγείς αρχηγός της Ν.Δ. θα αυτοκτονήσει πολιτικά και θα φορτωθεί πάλι ολόκληρη η παράταξη τις αμαρτίες λίγων παρανόμων; Αν εκλεγεί ο Ευ. Μεϊμαράκης, θα επαναλάβει το λάθος της συνέντευξης Τύπου στη ΔΕΘ, όταν μίλησε υποτιμητικά για τους τέσσερις εισαγγελείς που είχαν παραλάβει αποδεικτικά στοιχεία από τον πρώην υπάλληλο της HSBC Ερβέ Φαλτσιανί; Ή, αν εκλεγεί ο Κ. Μητσοτάκης, θα επαναλάβει το λάθος της δημόσιας υπεράσπισης πρωταγωνιστών της υπόθεσης, όπως είχε πράξει σε ραδιοφωνική εκπομπή τον Σεπτέμβριο;
Δεύτερον, πώς θα αντιδράσει ο νέος πρόεδρος, αν υπάρξουν αποκαλύψεις για επιφανή ή μεσαία στελέχη του κόμματος ή γι’ άλλα πρόσωπα που συνδέονται με συγκεκριμένους πολιτικούς; Τα στελέχη αυτά θα διαγραφούν ή θα ανασταλεί η κομματική τους ιδιότητα μέχρι να τελεσιδικήσει η υπόθεση, ή μήπως θα γίνουν δεκτές οι αναμενόμενες εκκλήσεις τους για «οφειλόμενη υπεράσπιση» από το κόμμα; Θα ήταν τραγικό να υποστεί η Ν.Δ. την τύχη του ΠΑΣΟΚ, όταν εν μια νυκτί του 2012 μεγάλο ποσοστό ψηφοφόρων αποχώρησε προς τον ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο λόγω των μέτρων λιτότητας, αλλά και λόγω του σοκ της σύλληψης Τσοχατζόπουλου.
Η στάση της Ν.Δ. έναντι της συνταγματικής επιταγής για φορολογική ισότητα και ισονομία και έναντι της απαίτησης των πολιτών για τίμια λειτουργία του κράτους και των κομμάτων ξεπερνά, κατά πολύ, την όποια «λίστα Λαγκάρντ» και την όποια λίστα Ρηνανίας, που κάποτε θα ξεχαστούν. Πρόκειται για κορυφαίο ζήτημα ιδεολογίας και δημοκρατίας και, ειδικά ως προς τη Ν.Δ., για θέμα επιβίωσης.