Η τηλεοπτική συνέντευξη του Γ. Βαρουφάκη είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον από ιστορικής απόψεως. Αν δεχθούμε ως κρίσιμους σταθμούς τη συμφωνία στο Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου και τη «συνθηκολόγηση» Τσίπρα -το «ναι σε όλα» προς τους Ευρωπαίους- στις 14-15 Ιουλίου, το συμπέρασμα είναι ότι η αποστολή του ΣΥΡΙΖΑ να αναδομήσει την πραγματικότητα που δημιούργησαν οι μνημονιακές κυβερνήσεις την περίοδο 2010-2015 σίγουρα απέτυχε. Μάλιστα, μετά την εκλογή του Κ. Μητσοτάκη στην ηγεσία της Κεντροδεξιάς και τις αντανακλαστικές κινήσεις και τους συσχετισμούς που αυτή δημιουργεί στα κόμματα του «ευρωπαϊκού μονόδρομου» στο Κέντρο -Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜ.ΑΡ., Ενωση Κεντρώων-, πολλοί εκτιμούν ότι η κυβέρνηση Τσίπρα είναι πλέον αναλώσιμη.
Ακόμη και αν κατορθώσει να υπερψηφισθούν τα νομοσχέδια περί Ασφαλιστικού και Αγροτικού από το Ελληνικό Κοινοβούλιο, ο αριστεροδεξιός συνασπισμός της πλειοψηφίας θα έχει «ξοδέψει» τόσο μεγάλο πολιτικό κεφάλαιο, ώστε η προοπτική διατήρησής του στην εξουσία δεν θα είναι σε καμία περίπτωση βιώσιμη μέχρι το 2019, οπότε ολοκληρώνεται η κοινοβουλευτική του θητεία. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Οτι σε λίγους μήνες ή κάποιες εβδομάδες η Ελλάδα θα βρεθεί μπροστά στο ενδεχόμενο νέων εκλογών ή σε κυβερνητικό σχήμα πολιτικής συνοχής χωρίς πρωθυπουργό τον κ. Τσίπρα, ούτε φυσικά τον κ. Μητσοτάκη.
Στην πρώτη περίπτωση, οι εκλογές θα γίνουν σε κλίμα ακραίας πόλωσης και διπολισμού ανάμεσα στο «Ευρωπαϊκό Μεταρρυθμιστικό Κέντρο» και την Αριστερά. Αν παρακολουθήσουμε τις δημοσκοπήσεις των τελευταίων ημερών, εύκολα εξάγουμε το συμπέρασμα ότι οι πιθανότητες του κ. Μητσοτάκη να αναλάβει την πρωθυπουργία είναι μεγάλες. Αλλά και η Αριστερά και ο κ. Τσίπρας δεν θα παραδοθούν. Θα χρησιμοποιήσουν όλα τα επιχειρήματα και τα επικοινωνιακά εργαλεία για να διατηρηθούν στην εξουσία. Σε κάθε περίπτωση, θα αξιοποιήσουν την εμπεδωμένη αριστερή μαζική κουλτούρα της Μεταπολιτεύσεως και τα συνθήματα περί «παλινόρθωσης του παλαιοκομματισμού», προκειμένου να πείσουν το εκλογικό σώμα κατά πλειοψηφία ότι είναι το «μικρότερο κακό» η παραμονή της στη διακυβέρνηση.
Οποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών, η Ελλάδα θα έχει κάνει για ακόμη μια φορά μπρος – πίσω» αφού θα έχει χάσει το momentum και τα χρονοδιαγράμματα του μνημονιακού προγράμματος που ψηφίσθηκε με διευρυμένη πλειοψηφία στις 14 Αυγούστου 2015. Θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το πρόγραμμα αυτό, που σήμερα εφαρμόζει με αποφασιστικότητα η κυβέρνηση συνασπισμού ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ., είναι η μοναδική στρατηγική που έχει η χώρα, αφού το πολιτικό της σύστημα σε επίπεδο διακυβερνήσεως δεν έχει προβάλει ουδεμία εναλλακτική στρατηγική. Το χειρότερο, λοιπόν, θα είναι μια περιδίνιση ακόμη, πριν από την επερχόμενη κρίσιμη αξιολόγηση για την ελληνική οικονομία, που αποτελεί ένα πρώτο επίσημο πεδίο για σχεδιασμούς προς το μέλλον. Το πρόβλημα παραμένει ότι το πρόγραμμα αυτό είναι διαπιστωμένα αδιέξοδο. Και αυτό το γνωρίζουν, παρά το γεγονός ότι δεν το ομολογούν, τόσο οι Ελληνες πολιτικοί όσο και οι Ευρωπαίοι γραφειοκράτες, το ΔΝΤ, το Βερολίνο αλλά και η Ουάσινγκτον.
Η ευρωπαϊκή υπερδομή από το 2010 και μετά αξιοποιεί στο σύνολό της τις ελληνικές κυβερνήσεις, άσχετα με το ιδεολογικοπολιτικό τους στίγμα και την σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου, προκειμένου να προωθεί και να ολοκληρώσει μέχρι το 2017 την πλήρη απεθνικοποίηση της χώρας, με τεράστια μείωση κόστους της ύπαρξης των Ελλήνων πολιτών επί αυτής.
Κρίσιμο θα είναι, αν η κυβέρνηση συνασπισμού ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ. χάσει τον βηματισμό της, να προκύψει μια κυβέρνηση πολιτικής συνοχής με πρωθυπουργό εκτός πολιτικής με υπουργικό συμβούλιο τεχνοκρατών. Στόχος και χρονοδιάγραμμα της κυβέρνησης αυτής δεν μπορεί να είναι άλλος από το να φθάσει η χώρα στην πέμπτη αξιολόγηση. Η συγκρότησή της θα πρέπει να τυγχάνει της στήριξης τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και της Ν.Δ. Τι θα γίνει μετά; Προφανώς εκλογές.
Μενέλαος Τασιόπουλος