Παρακολούθησα το Σαββατόβραδο στο θέατρο Ιλίσια την κωμωδία που έγραψε η Δήμητρα Παπαδοπούλου υπό τον τίτλο «Μάνα, θα πάω στο Χόλιγουντ». Πρόσφατα είδα στο θέατρο Γκλόρια την επιτυχημένη διασκευή της γαλλικής ταινίας «Θεέ μου, τι σου κάναμε» από τον Λάκη Λαζόπουλο. Πήγα πρόσφατα σινεμά να δώ το «Ενας άλλος κόσμος» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη.
Πρόκειται για τις δημιουργίες που σπάνε ταμεία. Εξαιρετικές παραγωγές, καλές ερμηνείες, σπουδαία σκηνοθεσία, δυνατά κείμενα. Και φυσικά γέλιο. Θέλω να βάλω έναν προβληματισμό και στους τρεις επίλεκτους, τον Λάκη, τη Δήμητρα και τον Χριστόφορο: Πέρα από την εμπορική επιτυχία, που είναι το άπαν, θα πρότεινα να ξαναδιαβάσουν τις ιστορίες τους και τα κείμενά τους «συγκριτικά». Θα διαπιστώσουν καταρχάς ότι παρουσιάζουν την Ελλάδα μέσα από τους ίδιους χαρακτήρες και μέσα από τα ίδια στερεότυπα.
Ενας χρυσαυγίτης που καταδιώκει τους μετανάστες, ένας μαύρος ή Πακιστανός ή Σύρος που υποδύεται τον καταδιωκόμενο, ρατσιστικός λόγος που με τη μορφή χιούμορ «τρυπάει» το μυαλό του θεατή, ανάδειξη του μετανάστη στον ρόλο του διασώστη ενός Ελληνα (το αντίθετο συμβαίνει στο Αιγαίο), ενσωμάτωση του ξένου στην ελληνική κουλτούρα (η Παπαδοπούλου βάζει τον μαύρο να μαθαίνει ελληνικά και να ερμηνεύει το «Εχω έναν καφενέ», ο Χριστόφορος τον ερωτευμένο με Ελληνίδα Πακιστανό να γράφει ραβασάκια στα ελληνικά), προσπάθεια των κειμενογράφων (…τη στιγμή που η Ευρώπη σηκώνει φράχτες) να πείσουν ότι «η γη είναι η πατρίδα μας», ότι «είμαστε πολίτες του κόσμου», ότι η συμφιλίωση γηγενών – αλλοδαπών είναι εφικτή. Φυσικά κάπου στο βάθος υπάρχει πάντα ένας ομοφυλόφιλος που αναζητά αποδοχή. Θεατρικό έργο ή ταινία χωρίς μετανάστη, χρυσαυγίτη και ομοφυλόφιλο σήμερα δεν υπάρχει. Αδύνατο να περιγράψεις την Ελλάδα χωρίς τις αντιθέσεις μέσα από αυτούς.
Είναι όμως μόνο αυτό η Ελλάδα; Δίπλα στην κοινωνική διεργασία μιας χώρας που αλλάζει φάτσες και συνήθειες περιγράφονται επίσης: Η επίδραση των αλλαγών στην οικογένεια (πώς να δεχθεί γαμπρό Πακιστανό ο «συντηρητικός» πατέρας Λάκης), η τρομοκρατία στους χώρους εργασίας (πώς αντιδράς όταν απολύεται ένας φίλος σου;), οι πατέντες ενός λαού που ξέμεινε από ιδέες και επιμένει πεισματικά στα ίδια (η Παπαδοπούλου βάζει ένα ζευγάρι άνεργων ηθοποιών να ανοίγει επιχείρηση στον τομέα των υπηρεσιών: οίκο ανοχής)! Ποιο είναι το πρόβλημα: Πέντε χρόνια μετά εξακολουθούμε να περιγράφουμε πώς βλέπουμε τους εαυτούς μας, και μάλιστα αποσπασματικά.
Είμαστε απίστευτα εσωστρεφείς. Βάζουμε τους ήρωες να κάνουν πράγματα που δεν γίνονται στην κανονική ζωή. Δείχνουμε όψεις της Ελλάδας αλλά όχι την Ελλάδα. Θίγουμε τα ζητήματα που είναι στην ατζέντα, αλλά μόλις που τα αγγίζουμε. Φοβόμαστε την αλλαγή, συντηρούμαστε με την πεπατημένη. Οπως μου είπε ένας νέος άνθρωπος το Σάββατο μετά την παράσταση, «είμαστε στο λιμάνι, πρέπει να σαλπάρουμε αλλά αρνούμαστε να λύσουμε τους κάβους». Στον φίλο Λάκη και στη Δήμητρα Παπαδοπούλου, που έχουν τις ίδιες προσλαμβάνουσες -παιδιά της Μεταπολίτευσης-, θέλω να ζητήσω να απεγκλωβιστούν από τη γοητεία της πολιτικής ορθότητας. Σ
τον νεότερό τους Χριστόφορο να εμβαθύνει, έχει την ευαισθησία αλλά χωρίς επαρκείς παραστάσεις, απλώς υποψιάζεται τι γίνεται στον έξω κόσμο. Αν έχουμε μια ανάγκη από τον πολιτισμό είναι να μας παίρνει από το χέρι και να μας πηγαίνει ένα βήμα μπροστά, να μας ζωγραφίζει άλλον ορίζοντα από αυτόν που ξέρουμε, να μας περιγράφει υπερβάσεις-ουτοπίες που πρέπει να διεκδικήσουμε. Η τέχνη οφείλει να βρίσκεται δέκα βήματα μπροστά από τον κυρίαρχο λόγο, όχι να τον ακολουθεί.
Μανώλης Κοττάκης