Η απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης για την ανάγνωση του Κορανίου στην Αγία Σοφία, κατά τη διάρκεια του Ραμαζανίου, προκαλεί δικαιολογημένη αγανάκτηση όχι μόνο για την οθωμανική νοοτροπία και την αναχρονιστική θρησκοληψία που αποκαλύπτει, αλλά και επειδή αποτελεί την αφετηρία μιας νέας περιόδου στις σχέσεις της Αγκυρας με την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Η Αγία Σοφία δεν συμβολίζει ένα «ελληνικό» μνημείο, αλλά αποτελεί κληρονομιά της παγκόσμιας Ορθοδοξίας και ολόκληρου του πολιτισμένου κόσμου, τις αρχές του οποίου υπερασπίζεται η Ε.Ε., θέτοντας αυστηρά κριτήρια στις προς ένταξη χώρες. Ασφαλώς και οι διακρατικές σχέσεις αξιολογούνται με κριτήρια ισχύος και οικονομικού συμφέροντος (π.χ. το κεφάλαιο 33 περί χρηματοπιστωτικών και δημοσιονομικών διατάξεων στις ενταξιακές σχέσεις Ε.Ε. – Τουρκίας που σχεδόν όλοι οι εταίροι θέλουν να ολοκληρωθεί), αλλά βρισκόμαστε πλέον ενώπιον μιας κατάστασης, κατά την οποία η Αγκυρα δεν σέβεται πια ούτε τα στοιχειώδη.
Η τουρκική απόφαση δικαιώνει όσους προέβλεπαν πως ο πρόεδρος Ρ.Τ. Ερντογάν θα εξελισσόταν σε μεταλλαγμένη ή ήπια εκδοχή του Αγιατολάχ Χομεϊνί της ιρανικής ισλαμικής επανάστασης του 1979. Κανείς δεν αμφισβητεί πλέον τις ηγετικές ικανότητες και το αποτύπωμα που θα αφήσει στην Ιστορία ο κ. Ερντογάν, αλλά οι αποφάσεις του αποδεικνύουν ότι επιλέγει την οδό του σκοταδισμού. Και, φυσικά, διαψεύδουν οριστικά όσους (χωρίς να τον ρωτήσουν!) του ανέθεταν ρόλο εκσυγχρονιστή του Ισλάμ και γεφυροποιού με τη Δύση.
Σε αυτό το πλαίσιο βρίσκονται προς τη σωστή κατεύθυνση η έντονη αντίδραση της ελληνικής κοινής γνώμης και η (μετριοπαθής και έξυπνη) ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών περί τουρκικών εμμονών που «φανερώνουν έλλειψη σεβασμού και επαφής με την πραγματικότητα» και «δεν είναι συμβατές με σύγχρονες, δημοκρατικές και κοσμικές κοινωνίες».
Αντίθετα, απορίας άξια και ανεπανάληπτη στα παγκόσμια διπλωματικά χρονικά, ως ερχόμενη σε αντίθεση με την ανακοίνωση του ίδιου του υπουργείου του, είναι η στάση του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών Ν. Ξυδάκη που έκρινε προχθές ότι δεν πρόκειται «για κάτι τραγικό». Ο κ. Ξυδάκης υπέστη χθες τον αυτοεξευτελισμό της «εθελοντικής» ανασκευαστικής δήλωσής του στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, αλλά η διπλωματική ζημιά έχει ήδη γίνει. Αναρωτιέται κανείς γιατί ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, που αναπαράγει τόσα πολιτικά χαρακτηριστικά του Ανδρέα Παπανδρέου, δεν θέλησε να μιμηθεί και την ευγενή μέθοδο της απόλυσης-εξπρές, το 1982, του υφυπουργού Εξωτερικών Ασημάκη Φωτήλα. Βγήκε εκτός γραμμής Ανδρέα σε σύνοδο του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες και, μόλις προσγειώθηκε στο τότε αεροδρόμιο του Ελληνικού, ενημερώθηκε ότι είχε απολυθεί εν πτήσει!
Ωστόσο, ανεξάρτητα από την κωμικοτραγική υπόθεση Ξυδάκη, το σοβαρό και ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι η πρωτοβουλία για την Αγία Σοφία αποτελεί τμήμα μόνον μιας γενικότερης επιθετικής πολιτικής του κ. Ερντογάν. Αριστα πληροφορημένες πηγές υπογραμμίζουν ότι ο ηγέτης της γειτονικής χώρας θέτει, με κάθε ευκαιρία και σε ανησυχητικό βαθμό, ζητήματα που άπτονται των εσωτερικών υποθέσεων της Ελλάδας και των λειτουργιών του ελληνικού κράτους με τρόπο που κανείς προκάτοχός του δεν είχε αποτολμήσει. Ο κ. Τσίπρας, όπως βεβαιώνουν οι ίδιες διπλωματικές πηγές που δεν έχουν καμία ιδεολογική συγγένεια με τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει πέσει στην παγίδα όξυνσης της ατζέντας, αλλά ίσως αυτή η ισορροπία τρόμου με τον κ. Ερντογάν να έχει σύντομη ημερομηνία λήξης.
Πολλά θα εξαρτηθούν από την εφαρμογή της συμφωνίας Ε.Ε. – Τουρκίας για τη βίζα και τον κίνδυνο η Αγκυρα να ξανανοίξει τις μεταναστευτικές ροές, οι οποίες θα είναι μικρότερες της περιόδου Ιουλίου 2015 – Μαρτίου 2016 (αφού έχει κλείσει η μετέπειτα χερσαία βαλκανική οδός) αλλά αρκετές, ώστε να κλονίσουν τη σχετική ηρεμία των τελευταίων μηνών. Οπως πολλά θα εξαρτηθούν από τον τρόπο και τον ακριβή χρόνο (μετά τη σύνοδο του ΝΑΤΟ στις 8-9 Ιουλίου) που η Αγκυρα θα αξιώσει μεταβολή του πλαισίου της συμμαχικής επιχείρησης στο Αιγαίο. Αν αυτά συνδυαστούν επικίνδυνα, η χώρα, ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Εξωτερικών Ν. Κοτζιάς δεν θα έχουν την πολυτέλεια ανοχής σε φαινόμενα τύπου Ξυδάκη.
Αλέξανδρος Τάρκας
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη