Η επιδείνωση των σχέσεων Αθήνας – Τιράνων και η «τσάμικη» προβοκάτσια εναντίον του υπουργού Εξωτερικών Ν. Κοτζιά δεν αποτελούν κεραυνό εν αιθρία ούτε προσφέρονται για εσωτερική κατανάλωση, όταν είναι εμφανές ότι τρίτες δυνάμεις προσπαθούν να ανοίξουν ακόμα ένα μέτωπο (και) στα βορειοδυτικά σύνορα της χώρας.
Η διμερής ένταση σιγοκαίει τουλάχιστον επί μία πενταετία και δεν έσβησε παρά την ελληνική συναίνεση στην απόδοση, στην Αλβανία, του καθεστώτος της υποψήφιας προς ένταξη στην Ε.Ε. τον Ιούνιο του 2014. Οι υποστηρικτές μιας πιο αυστηρής ελληνικής πολιτικής έναντι των Τιράνων αποδεικνύεται ότι είχαν δίκιο, όταν θεωρούσαν ότι η απόφαση του 2014 (έμπνευσης, εισήγησης και υλοποίησης του τότε αντιπροέδρου και υπουργού Εξωτερικών Ευ. Βενιζέλου, ο οποίος φέρει μέγιστη ευθύνη για τα σήμερα συμβαίνοντα) έπρεπε να συνδεθεί με άμεσα και συγκεκριμένα ανταλλάγματα.
Ο κ. Βενιζέλος, έχοντας ίσως την πλάνη ότι θα εξασφάλιζε μία γρήγορη εφαρμογή της συμφωνίας του 2009 για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και των θαλάσσιων ζωνών (που ακυρώθηκε από το συνταγματικό δικαστήριο της Αλβανίας υπό την πίεση της Τουρκίας και του τότε αντιπολιτευόμενου και νυν πρωθυπουργού Εντι Ράμα), τα έδωσε όλα, χωρίς να ζητήσει το παραμικρό αντάλλαγμα από τον κ. Ράμα και αρκούμενος στα αόριστα, μελλοντικά κριτήρια της Ε.Ε. που ισχύουν για όλα τα υποψήφια κράτη. Εμπειροι διπλωμάτες λέγουν μάλιστα ότι την ίδια περίοδο ο πολυγραφότατος κ. Βενιζέλος τόνιζε, με επιστολές προς την αλβανική ηγεσία, τον ενθουσιασμό του για επιμέρους νομοθετήματά της, όπως η αναδιάρθρωση δήμων και κοινοτήτων, εκφράζοντας αισιοδοξία για το λαμπρό μέλλον των διμερών σχέσεων. Ο τότε υπουργός Εξωτερικών μετέθεσε το πρόβλημα στους διαδόχους του και πάλι καλά που, στο τέλος της διαδικασίας της Ε.Ε., θα υπάρχει (ελπίζουμε!) η υπόμνηση ενός ελληνικού βέτο.
Πέρα από τις ευθύνες Βενιζέλου, η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι η ισορροπία Αθήνας – Τιράνων, όπως και η θέση της Αλβανίας στα Βαλκάνια και έναντι τρίτων δυνάμεων έχουν μεταβληθεί. Δεν βρισκόμαστε στο 1991-1994 της μαζικής μετανάστευσης ούτε στο 1994-1995 της αποτελεσματικής απάντησης στις διώξεις κατά του κόμματος της Ομόνοιας και, γενικότερα, κατά της ελληνικής χριστιανικής μειονότητας. Ούτε, πολύ περισσότερο, στο 1997 με την παρουσία ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων επί αλβανικού εδάφους (ως μέρος της πολυεθνικής αποστολής μετά την κρίση των «πυραμίδων) ούτε και στη μακρά περίοδο της εντυπωσιακής οικονομικής διείσδυσης από το 1998 έως το 2009-2010. Οπως άλλωστε έχει αποδειχτεί και στην περίπτωση της ΠΓΔΜ με την εκεί εξίσου μεγάλη ελληνική επενδυτική παρουσία, δεν αρκούν τα ευφυολογήματα ότι «ανοίγοντας ένα σούπερ μάρκετ τούς κατακτούμε».
Η ίδια σκληρή πραγματικότητα δείχνει, είτε μας είναι αρεστό είτε όχι, ότι o κ. Ράμα από τον Σεπτέμβριο του 2013 και ο προκάτοχός του Σ. Μπερίσα αντιμετωπίζουν την Ελλάδα μέσα από το πρίσμα του μειωμένου κύρους και της μικρότερης ισχύος ως αποτέλεσμα της βαθιάς οικονομικής κρίσης μας. Βλέπουν, επίσης, τα ελληνικά πολιτικά κόμματα να μην έχουν ενιαία γραμμή (μερικά δεν έχουν καν θέσεις) για τις σχέσεις με την Αλβανία και να μην αξιολογούν τις επιπτώσεις της συνεργασίας Τιράνων – Αγκυρας.
Με αυτά τα δεδομένα, αντί της αυτοπαγίδευσής μας σε μειωτικούς χαρακτηρισμούς για τους Αλβανούς πολίτες και την ηγεσία τους, θα ήταν πιο χρήσιμο να αντιληφθούμε ότι έχουμε να κάνουμε με μια ανερχόμενη χώρα με την οποία πρέπει να βρούμε καλύτερο κώδικα επικοινωνίας. Πρώτα απ’ όλα για την κύρωση της συμφωνίας του 2009 και για την προστασία της μειονότητας και έχοντας στον νου ότι πρέπει να αποτραπεί η διεθνής αναπαραγωγή του ανύπαρκτου -ως γελοίου- θέματος των Τσάμηδων. Και, ασφαλώς, πέρα από τους γενικούς όρους της Ε.Ε. προς την Αλβανία (αναμόρφωση δημόσιας διοίκησης και Δικαιοσύνης, καταπολέμηση διαφθοράς και εγκληματικότητας κ.α.), η ελληνική διπλωματία οφείλει να σταθμίσει τη χρησιμότητα ή μη της αναγνώρισης του Κοσόβου και την προβολή πρόσθετων θεμάτων κατά τη διάρκεια της ενταξιακής πορείας.
Αλέξανδρος Τάρκας
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη